Χαιρετισμός του Προέδρου του ΣΕΒ Δημήτρη Δασκαλόπουλου στην εκδήλωση ΣΕΒ – Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης & Επενδύσεων (EBRD), 20/11/2012
Η κοινωνία μας είναι στα όρια της εξάντλησης από τις κοντόφθαλμες μνημονιακές πολιτικές και την πεισματική άρνηση του πολιτικού μας συστήματος να υλοποιήσει τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές. Σήμερα, έστω και με καθυστέρηση οι εταίροι και δανειστές μας φαίνεται να αναγνωρίζουν τα λάθη που έγιναν και να επιδιώκουν μία βιώσιμη λύση στο ελληνικό πρόβλημα. Έστω και όψιμα, έστω και απρόθυμα, μέρος τουλάχιστον του πολιτικού μας κόσμου δείχνει διατεθειμένο να καταβάλει την προσπάθεια αλλαγής που συνεπάγεται ο εκσυγχρονισμός του τόπου μας σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές.
Το ζητούμενο, μέσα στο πλαίσιο αυτό, είναι να ξεφύγει η οικονομία μας από τον φαύλο κύκλο της πενταετούς ύφεσης, πριν καταρρακωθεί ανεπανόρθωτα ο παραγωγικός της ιστός. Η ιδιωτική οικονομία μέχρι σήμερα πληρώνει τα σπασμένα της κρατικής χρεοκοπίας. Αν δεν της δοθεί η ευκαιρία να ανασυγκροτηθεί, ο λαός μας θα αντιμετωπίσει μόνιμη φτώχια και καχεξία.
Είναι ουτοπία να περιμένουμε πως οι δόσεις των δανεικών θα φέρουν την πολυπόθητη ανάπτυξη.
Είναι ουτοπία να νομίζουμε ότι η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα σημάνει ρευστότητα στην αγορά. Απλά θα καλύπτει τις ζημιές από το PSI και τις δικές τους αισιόδοξες εκτιμήσεις του ρίσκου. Η πίεση, εξάλλου, για την απορρόφηση των εκδόσεων των εντόκων γραμματίων του δημοσίου θα στεγνώσει ακόμη περισσότερο από κεφάλαια τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Είναι ουτοπία να πιστεύουμε ότι η πληρωμή των χρωστούμενων του δημοσίου θα συνεισφέρει στην ανάκαμψη. Η, σταδιακή μάλιστα, κάλυψη των υποχρεώσεων του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα αφορά σε μεγάλο βαθμό συγκεκριμένους και λίγους τομείς της οικονομίας, που δεν έχουν τη δυνατότητα να ηγηθούν μίας αναπτυξιακής προσπάθειας.
Γι αυτό χρειάζεται μια πολύπλευρη και συνεχής προσπάθεια για την αποκατάσταση της ροής κεφαλαίων στην οικονομία. Οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί και τραπεζικοί οργανισμοί έχουν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο. Σε αυτή την λογική εντάσσονται και τα προγράμματα της EBRD. Στη δεκαετία του 1990 στήριξαν την εθνικής σημασίας εξάπλωση των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια, όταν οι ελληνικές επιχειρήσεις, εκμεταλλευόμενες την πρώτη ευκαιρία οικονομικής επέκτασης που τους δόθηκε τον εικοστό αιώνα, επένδυσαν με όραμα και αποφασιστικότητα και κατέκτησαν ισχυρή θέση στις Βαλκανικές αγορές. Η κρίση υποχρέωσε πολλές από αυτές να υποχωρήσουν, πουλώντας ουσιαστικά τα ασημικά τους στο εξωτερικό για να αντιμετωπίσουν τη κρίση της δραστηριότητας τους στην Ελλάδα.
Το μικρό αυτό θαύμα, απόδειξη του δυναμισμού της Ελληνικής επιχειρηματικότητας, μπορεί να επαναληφθεί. Σήμερα, με τη μελέτη του πλέγματος των αναγκών που έχουν προκύψει, με τη διάθεση της για στοχευμένες ενέργειες και με την προτεραιότητα που αποδίδει, η EBRD μπορεί και πάλι να αποτελέσει πολύτιμο σύμμαχο στην προσπάθεια των ελληνικών επιχειρήσεων να ανακτήσουν χαμένο έδαφος – και να συνεισφέρουν έτσι στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Το κύριο πρόβλημα, όμως, για την επαναφορά της οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης παραμένει η έλλειψη χρήματος και το υψηλό του κόστος— γεγονός που από μόνο του καθιστά τις ελληνικές επιχειρήσεις μη ανταγωνιστικές σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές. Το κόστος αυτό αντανακλά την αβεβαιότητα για την ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της και να παραμείνει έτσι στη ζώνη του ευρώ. Αντανακλά επίσης την διστακτικότητα και την αναβλητικότητα με την οποία η Ευρώπη αντιμετώπισε την κρίση, καθυστερώντας να πάρει τις αποφάσεις ισχυροποίησης των θεσμών της και επιτάχυνσης της ενοποίησης. Τώρα πλέον, η Ευρώπη φαίνεται ότι αποφάσισε να σωθεί. Και η Ελλάδα επιβεβαίωσε έμπρακτα την προσήλωση της στην Ευρωπαϊκή της πορεία. Η Ευρωπαϊκή απόφαση για λύση που θα καθιστά το ελληνικό χρέος βιώσιμο και θα διασφαλίζει τη χρηματοδότηση της οικονομίας στην επόμενη τετραετία, είναι πια και εφικτή και επείγουσα.
Καίριο και δυσεπίλυτο παραμένει, όμως, το πρόβλημα του αφιλόξενου επιχειρηματικού περιβάλλοντος – που εκτρέφει την αδιαφάνεια και την διαπλοκή. Παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μία χώρα που διώχνει τις επενδύσεις. Τα προγράμματα των κομμάτων και τα συρτάρια της δημόσιας διοίκησης είναι γεμάτα από προτάσεις, μελέτες, υποσχέσεις, αποφάσεις, νόμους, που είτε μένουν στα χαρτιά είτε κάνουν ένα βήμα μπρος και δύο πίσω. Γεμάτες είναι και οι τσέπες αυτών που νεμήθηκαν δημόσιο χρήμα με διαπλεκόμενες επιχειρήσεις, που θησαύριζαν αμαυρώνοντας την έννοια της πραγματικής επιχειρηματικότητας. Για τέτοιους «επιχειρηματίες» χώρος δεν υπάρχει πια στη σημερινή πραγματικότητα. Η ελληνική επιχειρηματικότητα καλείται να δουλέψει και να αναπτυχθεί με κανόνες ελεύθερης ανταγωνιστικής αγοράς και όρους ισονομίας και διαφάνειας . Κανόνες και όρους που ακολουθεί, όλα αυτά τα χρόνια, η μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων που δημιουργούν αντί να αφαιρούν πλούτο από τη χώρα.
Αυτή η επιχειρηματικότητα είναι η μόνη που μπορεί να ανασυγκροτήσει τον παραγωγικό ιστό της οικονομίας. Όσο το διαπλεκόμενο καθεστώς μίας μικρής κάστας οικονομικών και μιντιακών συμφερόντων με τη στήριξη κάποιων προθύμων του πολιτικού προσωπικού, βάζει εμπόδια στο δρόμο της, τόσο το όραμα της ανάπτυξης θα απομακρύνεται.
Αυτό το όραμα της ανάπτυξης είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την Ευρώπη και το ευρώ. Κι αυτό το γνωρίζουν πρώτοι οι πραγματικοί επιχειρηματίες που δίνουν τη μάχη της επιβίωσης και μοχθούν για να χτίσουν μία Ελλάδα ισότιμο εταίρο της Ευρώπης. Γιατί πρώτοι αυτοί θα υφίσταντο τα δεινά που θα επέφερε μία επιστροφή στη δραχμή. Η πιο θετική εξέλιξη των ημερών αυτών είναι ότι το φάσμα της εξόδου από την Ευρωζώνη απομακρύνθηκε από το μέλλον του τόπου.
Αυτή η επιχειρηματική τάξη χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο και συντονισμένο πρόγραμμα ανάκαμψης – όχι αποσπασματικές πράξεις, επαμφοτερίζοντα μέτρα, αναποτελεσματικά μέσα. Η Ελλάδα της επόμενης ημέρας – αν οι εξελίξεις είναι ευνοϊκές τόσο στο ευρωπαϊκό όσο και στο εγχώριο μέτωπο – θα θυμίζει μία οικονομία που θα βγαίνει από πόλεμο. Απαιτούνται ριζοσπαστικές λύσεις, επιβάλλεται ο συντονισμός των δράσεων, είναι αναγκαία η συνεχής αποτίμηση των αποτελεσμάτων και οι ταχείες διορθωτικές παρεμβάσεις.
Η χώρα μας χρειάζεται ένα ισχυρό Φορέα Οικονομικής Ανασυγκρότησης για να συντάξει και να εφαρμόσει ένα εθνικό μνημόνιο ανάπτυξης , που θα προτάσσει τις μεταρρυθμίσεις και την ανάπτυξη με διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής.
Η σημερινή συνάντηση μπορεί και πρέπει να χρησιμεύσει όχι μόνο ως ένα φόρουμ για την εξαγγελία προτεραιοτήτων και την αντιμετώπιση προβλημάτων χρηματοδότησης αλλά και ως ένα βήμα ευρύτερου ρεαλισμού για τις πραγματικές –και σκληρές — προϋποθέσεις που απαιτούνται ώστε η οικονομία μας να ολοκληρώσει τη μετάβαση σε νέα μορφή και δομή ανάπτυξης.