Δελτίο Τύπου: Τοποθέτηση του Προέδρου του ΣΕΒ, κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλου στην εκδήλωση της ΟΚΕ για την Εθνική Κοινωνική Αναπτυξιακή Συμφωνία” 19/3/2009
Οι κοινωνικοί εταίροι μπροστά στην κρίση
Η πρόταση της ΟΚΕ για «Μία Εθνική Κοινωνική Αναπτυξιακή Συμφωνία» αποτελεί μία ιδιαίτερα επίκαιρη πρωτοβουλία, καθώς την περίοδο αυτή η οικονομία μας και η κοινωνία μας δοκιμάζονται από τη διεθνή κρίση. Κρίση, όμως, που, ταυτόχρονα, αναδεικνύει πιο έντονα παρά ποτέ τα γνωστά, βαθιά, και χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της χώρα μας. Τίθεται, λοιπόν, επιτακτικά, το θέμα της λήψης των αποφάσεων για την αντιμετώπιση των πάγιων παθογενειών της χώρας και για την στήριξη των οικονομικά ασθενέστερων.
Η συγκεκριμένη πρόταση της ΟΚΕ δίνει ένα ρεαλιστικό πλαίσιο αρχών, στο οποίο όλοι μπορούμε να συμφωνήσουμε και έρχεται σε μία περίοδο κατά την οποία η χώρα μας, επειγόντως και απαραιτήτως, πρέπει να αποφασίσει ποιες είναι οι προτεραιότητες πολιτικής που θα δώσουν διέξοδο στα συσσωρευμένα αδιέξοδα –με βασικό στόχο την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας σε συνάρτηση με την κοινωνική συνοχή και τη συλλογική πρόοδο.
Εξάλλου, η πρωτοβουλία αυτή δεν καθίσταται επίκαιρη μόνο λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης. Αποκτά, πρόσθετη και ιδιαίτερη βαρύτητα, γιατί αποτελεί μέτρο της βούλησης των κοινωνικών εταίρων να διασφαλίσουν, ότι οι πολιτικές που εφαρμόζονται πράγματι εκπορεύονται από τις κοινωνικές διεργασίες, έχουν τη στήριξη της πλειοψηφίας των πολιτών και λειτουργούν αποτελεσματικά για το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου.
Ένας από τους προφανέστερους λόγους για τη βραδυπορία των ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων στη χώρα μας είναι οι επίμονες παθογένειες του δημόσιου βίου: αδιαφάνεια, αναποτελεσματικότητα, διαπλοκή, κομματικοκρατία και συντεχνιασμός, καθώς και η μειωμένη αξιοπιστία του δημόσιου λόγου.
Το βαθύτερο πρόβλημα, όμως, είναι ότι στη σημερινή Ελλάδα, τα κόμματα βρίσκονται σε μία ιδιότυπη ομηρία σε σχέση με την κοινή γνώμη. Ενστικτωδώς η κοινωνία αντιλαμβάνεται την ανάγκη της αλλαγής, αλλά, αυτόματα –χωρίς σκέψη– αντιδρά σε κάθε αλλαγή. Η κοινωνική αυτή φοβία αντικατοπτρίζεται στα κόμματα, καθιστώντας τα άτολμα όταν είναι στην εξουσία και πλειοδοτικά σε καταγγελίες όταν είναι στην αντιπολίτευση. Βρίσκονται, έτσι, σε διαρκή ανακολουθία με τις πραγματικές προκλήσεις και σε διαρκή συμφωνία με τα φοβικά αντανακλαστικά της κοινωνίας. Γι’ αυτό και ότι επιτυγχάνεται, σπάνια ξεπερνά τα επίπεδα του ελάχιστου κοινού παρονομαστή.
Tα κόμματα συγκλίνουν ως προς την απροθυμία τους να αναδεχθούν το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται κάθε ουσιαστική πολιτική, κάθε πραγματική μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Στη δημόσια σκηνή κυριαρχεί, συνεπώς, μία συναίνεση αμηχανίας: όσοι θέλουν δεν μπορούν, όσοι μπορούν δεν τολμούν. Αυτήν τη συναίνεση αμηχανίας προσπαθούν επίμονα να καλύψουν αλληλοκαταγγελλόμενοι οι κομματικοί φορείς. Γι’ αυτό, η κυρίαρχη μικροπολιτική φόρτιση χρησιμεύει ως καλύπτρα της βαθύτερης πολιτικής ατονίας που κυριαρχεί σήμερα.
Πεποίθησή μου είναι ότι ο φαύλος κύκλος της κομματικής αλληλοαναίρεσης μπορεί να σπάσει μόνο με την κοινή παρέμβαση και δράση των κοινωνικών εταίρων. Σε εμάς εναπόκειται να συμπράξουμε σε μία νέα στρατηγική πρόταση προόδου για τον τόπο. Μαζί πρέπει, πλέον, να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε το κοινό μας μέλλον ως δημιουργική πρόκληση –κι όχι ως προκαταβολική απειλή. Μαζί πρέπει να δεχτούμε ότι η κοινωνική σιγουριά και η συλλογική ελπίδα δεν προσφέρονται πια σε κομματικές συσκευασίες. Μπορούν να δημιουργηθούν μόνο μέσα από την αυτοδέσμευση των κοινωνικών δυνάμεων σε μία κοινή στρατηγική αλλαγής, σε μία ουσιαστική και ριζοσπαστική κοινωνική συναίνεση, που θα δίδει έμφαση στη συνεργασία, στην αλλαγή, στην πρόοδο και θα κινητοποιήσει με την εκφρασμένη βούλησή του και το πολιτικό σύστημα. Η κομματική συναίνεση είναι ουτοπία –όπως έχει αποδειχθεί. Η κοινωνική συναίνεση, όμως, είναι εφικτή –κι από εμάς εξαρτάται να την κάνουμε πράξη.
Είναι πλέον σαφές, ότι η παγκόσμια κρίση ολοένα βαθαίνει και επεκτείνεται. Ως κοινωνικοί εταίροι δεν έχουμε πλέον κανένα περιθώριο ολιγωρίας. Η διατύπωση κοινών προτάσεων, με ταυτόχρονη απαίτησή μας για τη δέσμευση του πολιτικού συστήματος ως προς την άμεση και αποτελεσματική εφαρμογή τους, αποτελεί ζωτικό μας καθήκον και αναμφισβήτητο δείγμα συλλογικής ευθύνης.
Ο ΣΕΒ έχει αποδείξει τη βούλησή του και την ετοιμότητά του να προωθήσει την κοινή δράση των κοινωνικών εταίρων. Το έκανε με την υπογραφή της τελευταίας Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, με τη θεσμοθέτηση του Μόνιμου Βήματος Διαλόγου, με τις υπό διαμόρφωση κοινές προτάσεις για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Το έκανε και με τις συγκεκριμένες προτάσεις δράσης που έχει ήδη υποβάλει στην ΟΚΕ, όπου ζητούμε να ολοκληρωθούν, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, συγκεκριμένες προτάσεις που αφορούν τρεις κρίσιμους τομείς:
-
Την ποιότητα και έκταση της απασχόλησης σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση της ανεργίας.
-
Τη βελτίωση της ποιότητας του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
-
Την αναμόρφωση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης.
Η πρωτοβουλία για «Μία Εθνική Κοινωνική Αναπτυξιακή Συμφωνία» έρχεται να αναβαθμίσει και να διευρύνει τη συστηματική προσπάθεια που έχουν ήδη ξεκινήσει οι κοινωνικοί εταίροι, για την επεξεργασία και διατύπωση, ολοκληρωμένων προτάσεων και δράσεων, που θα απαντούν στα πιεστικά προβλήματα της οικονομίας μας και κοινωνίας μας. Ο τόπος δεν έχει ανάγκη από άλλα ευχολόγια, ούτε διαθέτει την πολυτέλεια της ανακύκλωσης μικροπολιτικών και συντεχνιακών συγκρούσεων. Μόνη διέξοδος είναι η ενεργητική στράτευση των υπεύθυνων παραγωγικών, δημιουργικών δυνάμεων της ίδιας της κοινωνίας μας.
Αυτή είναι η κοινή πρόκληση που αντιμετωπίζουμε, αυτή είναι η κοινή ευθύνη που πρέπει να αναδεχθούμε.
Είναι, σε τελευταία ανάλυση, ένα στοίχημα με τον ίδιον τον εαυτό μας: η δημιουργία μίας μεγάλης συμμαχίας των κοινωνικών εταίρων, ικανής να δείξει και να ανοίξει έναν άλλο δρόμο για το κοινό μας μέλλον.