Η ομιλία του Προέδρου του ΣΕΒ κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλου στην Τριμερή Κοινωνική Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες, 14/3/2013
Τριμερής Κοινωνική Σύνοδος Κορυφής
Αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις της ανάκαμψης και της ανανέωσης
της κοινωνικής διάστασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ομιλία του Πρόεδρου του ΣΕΒ, κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλου
Βρυξέλλες, 14 Μαρτίου 2013
Για μισό σχεδόν αιώνα, η μεταπολεμική Ευρώπη δοκιμάστηκε από τον διχασμό μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η κρίση που βιώνουμε σήμερα έχει φέρει την Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμέτωπη με ένα νέο διχασμό –μεταξύ Βορρά και Νότου, μεταξύ πιστωτών και οφειλετών, μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Το ρήγμα αυτό διαιωνίζει την ευρωπαϊκή κρίση και εκτρέφει τον ευρωσκεπτικισμό και τον εθνικιστικό λαϊκισμό στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο Βορράς θεωρεί ότι τα αίτια της κρίσης είναι η σπάταλη οικονομική συμπεριφορά του Νότου και, γενικότερα, η φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε. Η λογική αυτή υπαγόρευσε τις μονοδιάστατες πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας και πανευρωπαϊκής λιτότητας.
Οι πολιτικές αυτές, όμως, δεν αντιμετωπίζουν τα δομικά προβλήματα της Ευρώπης. Εάν η Ένωση διέθετε έναν δανειστή έσχατης προσφυγής και εφάρμοζε πολιτικές αποδεκτές από την αγορά, η κρίση θα είχε αντιμετωπιστεί και η εμπιστοσύνη της αγοράς στο ευρώ, το οποίο θα εθεωρείτο ένα πραγματικά κοινό νόμισμα, θα είχε ενισχυθεί. Αλλά, εξαιτίας των όρων εντολής που έχουν δοθεί στην ΕΚΤ, τα δημόσια χρέη των κρατών-μελών αντιμετωπίζονται το καθένα ξεχωριστά, ως εθνική υπόθεση. Έτσι, από τη στιγμή που ένα κράτος μέλος της Ένωσης έχασε την εμπιστοσύνη των αγορών, η κρίση του ευρώ ήταν αναπόφευκτο επακόλουθο. Συνεπώς, οι βαθύτερες αιτίες που εντοπίζονται στη μη ανταγωνιστική παραγωγική βάση του Νότου δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μονομιάς με την επιβολή ακραίας και παρατεταμένης λιτότητας, με μεγάλες περικοπές του μοναδιαίου κόστους εργασίας, με ασφυκτική έλλειψη ρευστότητας και ισοπεδωτικές περικοπές των παροχών κοινωνικής πρόνοιας.
Είναι αλήθεια ότι χρειαζόμαστε μια αποτελεσματική πανευρωπαϊκή πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας και νομισματικής επιτήρησης, καθώς και ισχυρές πολιτικές για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας. Είναι επίσης αλήθεια ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος προς την κατεύθυνση αυτή. Αλλά η μονοδιάστατη εμμονή στη δημοσιονομική πειθαρχία σε καιρό παρατεταμένης ύφεσης εξαντλεί τις αντοχές και ανοχές της κοινωνίας, δυναμιτίζει τα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής και καταστρέφει την παραγωγική βάση. Η ανταγωνιστικότητα, σε αντιδιαστολή, καταγράφει σταδιακή βελτίωση με αργούς ρυθμούς.
Επείγει, ωστόσο, να στραφούμε στα ευρύτερα και βαθύτερα προβλήματα, που έχουν να κάνουν με το ίδιο το μέλλον της Ε.Ε. Οι θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης από τον καιρό της ίδρυσής της –ειρήνη και ανάπτυξη σε συνδυασμό με την οικονομική σύγκλιση και κοινωνική ασφάλεια– της χάρισαν τη στήριξη των λαών της. Σήμερα, εξακολουθούμε μεν να ζούμε σε συνθήκες ειρήνης, αλλά η Ένωση δυσκολεύεται να τηρήσει τις άλλες υποσχέσεις της και αποξενώνεται ολοένα και περισσότερο από τους πολίτες της. Είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται πια σε ολοένα και περισσότερες χώρες. Είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να συνειδητοποιηθεί από τις ηγεσίες: όσο η Ευρώπη θα συνεχίζει να φορτώνει το βάρος της προσαρμογής στις αποκαλούμενες ελλειμματικές χώρες, θα χάνει την ηθική –και δημοκρατική– της νομιμοποίηση. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο στηρίχθηκε σε μία εύρωστη και διαρκώς ενισχυόμενη οικονομική βάση. Σήμερα, αναλωνόμαστε σε ατέρμονες συζητήσεις περί κοινωνικής ευθύνης και κατανομής ρόλων στους κοινωνικούς εταίρους –αν όμως εμείς, ως θεσμικοί εκπρόσωποι, παραμείνουμε αμήχανοι και ανίσχυροι μπροστά στην ανεργία των νέων που έχει ξεπεράσει το 50% εδώ και πολύ καιρό, τότε θα συντελέσουμε στο να χαθεί μια ολόκληρη γενιά εν ονόματι της δημοσιονομικής και νομισματικής ορθοδοξίας. Ας γίνουμε αιρετικοί, αν έτσι γίνουμε πιο δημιουργικοί!
Η Ευρώπη χρειάζεται μεταρρυθμίσεις. Αλλά μεταρρυθμίσεις δεν σημαίνει δημοσιονομική λιτότητα. Οι θεμελιώδεις διαρθρωτικές αλλαγές απαιτούν χρόνο και άμεσες επενδύσεις, καθώς και ένα φυσιολογικό οικονομικό περιβάλλον. Αντίθετα, η λιτότητα –υψηλότεροι φόροι, μειώσεις μισθών και συντάξεων και περικοπές των επενδύσεων στον δημόσιο τομέα– αποδυναμώνει τις δυνατότητες της οικονομίας βραχυπρόθεσμα και, πιθανόν, μακροπρόθεσμα.
Τι πρέπει να γίνει; Πρέπει καταρχάς να συνειδητοποιηθεί ότι δεν θα υπάρξει πραγματική έξοδος από την κρίση του ευρώ εάν ο Βορράς δεν προσφέρει δραστική βοήθεια στον Νότο, υπό τη μορφή ενός ευρωπαϊκού Σχεδίου Μάρσαλ, το οποίο θα παρέχει ρευστότητα, θα μειώσει τα επιτόκια δανεισμού και θα επιτρέψει στις ελλειμματικές χώρες να οικοδομήσουν μια ανταγωνιστική παραγωγική βάση, με μοχλό τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Εξάλλου, δεν θα ξεπεράσουμε μια για πάντα τις εθνικές τριβές εάν δεν αποκατασταθεί σε διαρκή βάση η εμπιστοσύνη στο ευρώ. Κάτι που μπορεί να γίνει μόνο με την ίδρυση μιας πλήρως αυτόνομης Κεντρικής Τράπεζας, στο πλαίσιο μιας Ένωσης κοινών κανόνων, θεσμών, κινήσεων κεφαλαίων και επιτοκίων που θα αντικατοπτρίζουν τον πραγματικό κίνδυνο.
Ίσως το πιο σημαντικό όμως, είναι οι Ευρωπαίοι ηγέτες να φέρουν ξανά το ευρωπαϊκό ιδεώδες, την ευρωπαϊκή ιδέα, κοντά στους πολίτες των χωρών τους. Τίποτε δεν μπορεί να επιτύχει, τίποτε δεν μπορεί να προχωρήσει ερήμην των λαών μας.
Είναι καιρός να σκεφθούμε κοινωνικά και να μιλήσουμε πολιτικά. Εύχομαι δε και ελπίζω ότι η ελληνική προεδρία θα αξιοποιήσει τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει μέχρι τώρα και θα θέσει ως προτεραιότητα στην ατζέντα της τη σύγκλιση Βορρά-Νότου, επιδιώκοντας ουσιαστική πρόοδο στο μέτωπο θεσμικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που να ενώνουν και όχι να διχάζουν την Ευρώπη.