Η Πολιτική της Ελλάδας για την Αντιμετώπιση και την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο:
Η Διεθνής Διάσκεψη για το Κλίμα στο Παρίσι (COP21) έχει χαρακτηριστεί σαν ιστορική για τον πλανήτη, γιατί ουσιαστικά η παγκόσμια κοινότητα έχει μια τελευταία ευκαιρία να περιορίσει την άνοδο της θερμοκρασίας. Αν και το αίτημα μιας παγκόσμιας νομικά δεσμευτικής συμφωνίας παραμένει ανοικτό, ελπίζουμε ότι η μεγάλη Διεθνής Διάσκεψη θα καταλήξει σε ένα πλαίσιο με συγκεκριμένους δεσμευτικούς όρους και χάρτη πορείας καθώς και σε ένα παγκόσμιο σύστημα αποτελεσματικής διακυβέρνησης για την αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής.
Όπως είναι γνωστό, η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα παγκόσμιο γεγονός, η αντιμετώπιση του οποίου προκαλεί όλους μας, κυβερνήσεις, κοινωνία των πολιτών και επιχειρήσεις, να δράσουμε έγκαιρα, συντονισμένα και αποτελεσματικά σε παγκόσμιο επίπεδο. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα, κάτι τέτοιο έχει αποδειχθεί πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, παρά τη σοβαρή τεκμηρίωση που υπάρχει εδώ και καιρό.
Η παγκόσμια επιχειρηματική κοινότητα έχει αναγνωρίσει το υψηλό κόστος και τον κίνδυνο της αναβλητικότητας στην αντιμετώπιση του προβλήματος αλλά και τις ευκαιρίες που αναδύονται για μια νέα τεχνολογική και βιομηχανική επανάσταση μέσα στις επόμενες λίγες δεκαετίες για μια βιώσιμη οικονομία χαμηλού άνθρακα. Το Παγκόσμιο Επιχειρηματικό Συμβούλιο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (WBCSD) έχει αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες για την προώθηση καινοτόμων επιχειρηματικών δράσεων, στα πλαίσια της πλατφόρμας συνεργασίας Low Carbon Technology Partnerships Initiative (LCTPi), στην οποία συμμετέχουν περίπου 200 επιχειρήσεις και φορείς σε όλο τον κόσμο.
Το Συμβούλιο ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη λειτουργεί ως μέλος του Παγκόσμιου Δικτύου του WBCSD και στα πλαίσια του COP21 συμμετέχει στο Παρίσι στην Συνάντηση του WBCSD και στο Sustainable Innovation Forum, όπου αντιπροσωπεύονται Επιχειρηματικοί Φορείς, Κυβερνήσεις, τα Ηνωμένα Έθνη καθώς και Φορείς της Κοινωνίας των Πολιτών, με στόχο την ώθηση της επιχειρηματικής καινοτομίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συμβολή της επιχειρηματικότητας στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Συμβουλίου ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη από την αρχή της ίδρυσής του το 2008.
Με δεδομένη τη σχετικά μικρή συνεισφορά της Ευρώπης στο παγκόσμιο ισοζύγιο εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (9%) και την ακόμη μικρότερη της Ελλάδος (0,3%), η πρόκληση για τη χώρα μας εστιάζεται στη στρατηγική και τα μέτρα για την προσαρμογή από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε όλους τους τομείς.
Ενδεικτικά, το Συμβούλιο αναφέρει τους βασικούς τομείς προκλήσεων/ευκαιριών για τη χώρα μας που επηρεάζουν και επηρεάζονται από τις αναγκαίες αλλαγές για την προσαρμογή και αποφυγή των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής.
Μια πρώτη μεγάλη πρόκληση αφορά στις βιώσιμες πόλεις. Στην εποχή της μεγάλης αστικοποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο, οι βιώσιμες πόλεις είναι εκεί όπου θα κερδηθεί ή θα χαθεί η μάχη της βιώσιμης ανάπτυξης. Ο σχεδιασμός και η ανοικοδόμηση βιώσιμων πόλεων αποτελεί την σημαντικότερη ευκαιρία ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, με τις επιχειρήσεις να συνεισφέρουν με καινοτόμες ιδέες, τεχνολογίες, προϊόντα και νέα συστήματα σ’ ένα μεγάλο εύρος τομέων και δραστηριοτήτων όπως: κτίρια, ενέργεια και δίκτυα, διαχείριση απορριμμάτων, ανακύκλωση, διαχείριση υποδομών και κοινωνικών υπηρεσιών.
Μία άλλη πρόκληση, ιδιαίτερης προτεραιότητας για τη χώρα μας, αφορά στην ενεργειακή αποδοτικότητα, ιδιαίτερα στα κτίρια. Στη χώρα μας, τα κτίρια καταναλώνουν το 40% της τελικής ενέργειας. Με βάση δε ομογενοποιημένα κλιματικά χαρακτηριστικά, έχουμε αναλογικά τη μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας στα κτίρια απ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης και περίπου διπλάσια της Φινλανδίας. Συνεπώς, υπάρχει μεγάλη ανάγκη αλλά και μεγάλες δυνατότητες για εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια, με νέα προϊόντα και μεθόδους, σύνθετες λύσεις, έξυπνα συστήματα αυτοματισμού και ελέγχου της λειτουργίας των κτιρίων. Η εστίαση στη λύση αυτών των προβλημάτων, πέρα από την σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας που θα προκύψει, συνιστά και σημαντικότατη επιχειρηματική ευκαιρία.
Πρόκληση και ευκαιρία αποτελεί επίσης και η υιοθέτηση των αρχών της «κυκλικής οικονομίας» (circular economy), την οποία προωθεί δυναμικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Ε.Ε.). Πρόκειται για την αλλαγή του γραμμικού μοντέλου «προμήθεια, παραγωγή, κατανάλωση, απόρριψη» (take, make, consume, dispose), σ’ ένα νέο μοντέλο που θα δίνει έμφαση στην «μείωση, επαναχρησιμοποίηση, επισκευή και ανακύκλωση» (reduce, re-use, repair, recycle). Η χώρα μας, κατά γενική ομολογία, παρουσιάζει τρομερή καθυστέρηση ανταπόκρισης στις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όλα τα θέματα αποβλήτων, ανακύκλωσης, αξιοποίησης επεξεργασμένων αποβλήτων σαν δευτερογενή καύσιμα και εναλλακτικές πρώτες ύλες, διαχείριση επικίνδυνων και μη αποβλήτων, με αποτέλεσμα σοβαρά προβλήματα στις πόλεις, στις επιχειρήσεις και τελικά στους πολίτες.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι, άμεσα συνδεδεμένη με την προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, είναι η ενέργεια, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, σημαντικό κρίκο στην Ελλάδα της κρίσης. Έτσι, η ύπαρξη μακροχρόνιας εθνικής στρατηγικής για την ενέργεια αποτελεί βασικό προαπαιτούμενο και στην πορεία για βιώσιμη ανάπτυξη.
Επειδή τα μέτρα για την προσαρμογή στη κλιματική αλλαγή απαιτούν χρηματικούς πόρους, σημειώνεται ότι, παρά τις ρητές δεσμεύσεις χωρών όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ινδία, η Ιαπωνία και η Βραζιλία καθώς και του συνόλου της Ε.Ε., «αγκάθι» για την COP21 παραμένει, μεταξύ άλλων, η χρηματοδότηση της προσαρμογής των χωρών στην κλιματική αλλαγή.
Η 21η Διεθνής Διάσκεψη είναι μια σημαντική ευκαιρία να καθιερωθεί ένα αποτελεσματικό πλαίσιο συμφωνίας, που θα περιλαμβάνει χρονοδιάγραμμα υλοποίησης, συγκρίσιμους στόχους μείωσης, παρακολούθησης και επαλήθευσης εκπομπών, μηχανισμούς αγοράς (market-based instruments, international credits) για την εξισορρόπηση του κόστους και ενιαία διαδικασία για την αντιμετώπιση των μη συμμορφούμενων Μερών.
Στην περίπτωση μη επίτευξης διεθνούς συμφωνίας με βάση το προαναφερθέν πλαίσιο, θα πρέπει να προβλεφθεί η λήψη μέτρων διατήρησης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων έναντι του κινδύνου «διαρροής άνθρακα». Επισημαίνεται ότι η Ελλάδα, λόγω γεωγραφικής θέσης, είναι περισσότερο εκτεθειμένη στον κίνδυνο διαρροής άνθρακα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.