“Νέο πρόγραμμα 2015-2018: Κάν’το όπως οι ΟΑ 2004”
Άρθρο του Θεόδωρου Φέσσα, Προέδρου ΣΕΒ
Η σχεδόν «επιθανάτια εμπειρία» που ζούμε ως οικονομία λόγω των τραπεζικών ελέγχων, δεν αφήνει άλλα περιθώρια σε κανέναν μας να επαναλάβει καταστροφικά λάθη του παρελθόντος. Αυτή τη φορά εθνικός στόχος για όλους μας, που πιστεύουμε στην ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας, θα πρέπει να γίνει το πώς θα βγούμε το συντομότερο δυνατό από το πρόγραμμα, με τις λιγότερες δυνατές πληγές για την οικονομία και την κοινωνία και τις περισσότερες δυνατές –πραγματικές και μόνιμες- μεταρρυθμίσεις για το κράτος. Είναι κρίσιμο συνεπώς να αναρωτηθούμε όλοι, η κυβέρνηση, οι «θεσμοί» αλλά και οι κοινωνικοί εταίροι, γιατί αποτυγχάνουμε επί πέντε χρόνια να εφαρμόσουμε αποτελεσματικά τα προγράμματα και τι πρέπει να αλλάξουμε για να βελτιώσουμε δραστικά τις επιδόσεις μας.
Οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις για το τρίτο πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας μας επαναφέρουν σε δύο οικείες διαπιστώσεις: πρώτον, για να εφαρμοστεί επιτυχημένα, σε βάθος και να αποδώσει αποτελέσματα κάθε μεταρρυθμιστική συμφωνία, χρειάζεται να γίνει κτήμα της κυβέρνησης, των κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων, τις οποίες δυνητικά θα ωφελήσει. Δεύτερον, απαιτείται τεχνική και θεσμική επάρκεια των εμπλεκόμενων μερών, ιδιαίτερα της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και των κοινωνικών εταίρων, που εκφράζουν τα οργανωμένα συμφέροντα της εργασίας και του επιχειρείν.
Άλλωστε, η αιτία που συσσωρεύτηκαν μεταρρυθμίσεις και ισοδύναμα μέτρα που ποτέ δεν εφαρμόστηκαν από τα προηγούμενα μνημόνια δεν ήταν μόνο η σθεναρή αντίσταση κυβερνήσεων και ομάδων συμφερόντων σε αυτές, αλλά κυρίως, το ότι ήταν ένα «ξένο σχέδιο» βίαιης αλλαγής της οικονομίας και του κράτους «από τα πάνω», το οποίο επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί χωρίς τη συστράτευση των κοινωνικών εταίρων γύρω από ενα δομημένο και αξιόπιστο μηχανισμό διαβούλευσης, παρακολούθησης και εκτέλεσης των συμφωνηθέντων.
Μέσα στον κουρνιαχτό της πολιτικής έντασης, λησμονήσαμε ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές απαιτούν αρκετό χρόνο, υπομονή και κυρίως εμπιστοσύνη για να αποδώσουν. Η ενσωμάτωση της Ανατολικής Γερμανίας χρειάστηκε 15 χρόνια, ενώ η μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα στην Ολλανδία χρειάστηκε πάνω από μια δεκαετία για να ευοδωθεί.
Στην Ελλάδα, αντιθέτως, λανθασμένες εκτιμήσεις οδήγησαν σε βαθύτερη ύφεση, προτάχθηκαν οι ευκολότερες αλλά άδικες οριζόντιες περικοπές έναντι των πολύ πιο αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών, ενώ δεν αντιμετωπίστηκε εγκαίρως το μείζον πρόβλημα της ρευστότητας με αποτέλεσμα η κρίση χρέους να μετατραπεί σε μόνιμη κρίση χρηματοδότησης των επιχειρήσεων. Η απουσία ενός επαρκούς δικτύου κοινωνικής προστασίας και οικονομικής επανένταξης, για τους «χαμένους» της μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής, εξέθεσε περισσότερους πολίτες στους κινδύνους της μακροχρόνιας ανεργίας, της φτώχειας και του αποκλεισμού.
Επιπλέον, όλοι συνομολογούν ότι η τεχνική βοήθεια που δόθηκε στη χώρα δεν αξιοποιήθηκε όπως έπρεπε. Τα κενά επικοινωνίας και συντονισμού μεταξύ Τρόικας, Task Force και κυβέρνησης δεν διευκόλυναν την απόδοση της δημόσιας διοίκησης και την απορρόφηση των όποιων αλλαγών. Ξεπερασμένες νοοτροπίες και υπουργεία-οχυρά που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους για ζητήματα κοινής αρμοδιότητας, ύψωσαν περισσότερα εμπόδια στην προσπάθεια.
Σήμερα, τα περιθώρια για λάθη έχουν σχεδόν μηδενιστεί, καθώς η πίεση προς τη χώρα μας είναι και εσωτερική εξαιτίας της κρίσιμης κατάστασης στην πραγματική οικονομία αλλά και εξωτερική, με εμφανείς πια τις προθέσεις όσων δεν θεωρούν θέσφατο τη συμμετοχή μας στην ευρωζώνη. Με δεδομένες τις τρέχουσες ανάγκες, αλλά και την εμπειρία των τελευταίων πέντε ετών, είναι σαφές ότι χρειάζεται αλλαγή πλεύσης στον τρόπο υλοποίησης της προκείμενης συμφωνίας.
Αυτή η αλλαγή πλεύσης προϋποθέτει τις ακόλουθες παραδοχές:
-
- ο επιχειρησιακός διαχωρισμός του καθημερινού κυβερνητικού έργου από το μεταρρυθμιστικό έργο είναι καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας του νέου προγράμματος. Είναι αδύνατον οι ίδιοι άνθρωποι να «τρέχουν» την καθημερινότητα των Υπουργείων και ταυτόχρονα να έχουν την ευθύνη σύνθετων μεταρρυθμιστικών δράσεων. Η ομολογουμένως επιτυχημένη παράκαμψη που δημιούργησε στη Δημόσια Διοίκηση ο «Αθήνα 2004» μπορεί να αποτελέσει οδηγό μας και για το νέο πρόγραμμα, με μια παράλληλη κυβερνητική δομή που θα ασχολείται αποκλειστικά με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
- η ενεργός συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στο στάδιο της διαβούλευσης αλλά και τις υλοποίησης κρίσιμων μεταρρυθμιστικών δράσεων μπορεί να απορροφήσει τις πολιτικές εντάσεις και να φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τεχνογνωσία, δικτύωση, στοιχεία και εμπειρία από την αγορά και την εργασία.
- το “μνημόνιο” πρέπει να μετατραπεί σε “ελληνικό σχέδιο για την ανάπτυξη” και να συνοδευτεί από προτάσεις πολιτικής με αναπτυξιακό και κοινωνικά δίκαιο χαρακτήρα.
- η έμφαση σε φιλόδοξους εθνικούς στόχους, όπως η δημιουργία θέσεων εργασίας, η βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, οι νέες επενδύσεις, το απλό και φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον μπορούν να υφάνουν ένα διαφορετικό αφήγημα, κινητοποιώντας ευρύτερες συμμαχίες και προσθέτοντας δράσεις που μπορούν να έχουν θετικό αναπτυξιακό αποτύπωμα ως αντίβαρο στις υφεσιακές επιπτώσεις του προγράμματος.
- τέλος, η παροχή τεχνικής βοήθειας από διεθνείς οργανισμούς και η συνδρομή εγχώριων και διεθνών μη κυβερνητικών οργανισμών, θα μπορούσαν να δώσουν λυτρωτικές ανάσες στην κυβέρνηση και να λειτουργήσουν θετικά στην προσπάθεια.
Η Ελλάδα έχει άλλη μια ευκαιρία, την τελευταία που μας δίνεται, να ορθοποδήσει και να βγει επιτέλους από το επικίνδυνο σπιράλ της ύφεσης που απειλεί να τη μετατρέψει σε μια οικονομική και κοινωνική έρημο. Από την πλευρά των κοινωνικών εταίρων, υπάρχει η γνώση, η βούληση και η επιθυμητή συναίνεση για να συνδράμουμε έμπρακτα στην εθνική προσπάθεια και να μετατρέψουμε άλλο ένα ‘ανεπιθύμητο μνημόνιο’ σε μια δική μας, εθνική αναπτυξιακή συμφωνία, που θα επαναφέρει την ελπίδα και την ομοψυχία στη χώρα μας.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στην Kαθημερινή της Κυριακής στις 15/8/2015.