Ομιλία του Προέδρου του ΣΕΒ, κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλου στο συνέδριο του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητήριου με θέμα: «Η ώρα της ελληνικής οικονομίας – ανακτώντας την ελληνική αξιοπιστία», 29/11/2010, Ξενοδοχείο Intercontinetal
Oι επόμενοι έξι μήνες θα είναι ανηφορικοί και καθοριστικοί τόσο για το μέλλον της Ευρώπης όσο και για τη θέση της Ελλάδας σ’ αυτήν.
Το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ξεκίνησε μετά τον Πόλεμο ήδη βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή της σύντομης ιστορίας του. Οι εξελίξεις τείνουν να προσλάβουν τεκτονική μορφή. Οι επιπτώσεις τους δεν μπορούν να προβλεφθούν. Σήμερα, η Ευρώπη μοιάζει με τεράστιο υπερωκεάνιο, που πλέει σε μία θάλασσα εν πολλοίς αχαρτογράφητη, με χαλασμένη πυξίδα και στραβό πηδάλιο. Υπάρχει η επιθυμία και η ανάγκη της εμβάθυνσης και της ισχυρότερης συνοχής. Αυτές, όμως, επικαλύπτονται από την αναβίωση ασύμμετρων κρίσεων, ανομοιογενών αντανακλαστικών και εθνικών διαφοροποιήσεων. Η οικονομική κρίση απειλεί το ευρωπαϊκό σκάφος και θα απαιτηθεί πολύ ισχυρή πολιτική βούληση για να εξέλθει ακέραιο από την καταιγίδα.
Αταλάντευτη πολιτική βούληση θα χρειαστεί και η χώρα μας για να βγει από τη σημερινή της κρίση –την πιο σοβαρή και ταυτόχρονα πιο επικίνδυνη στη μεταπολιτευτική μας ιστορία. Το ελληνικό πρόβλημα έγκειται στην ύπαρξη ενός αναχρονιστικού, πολυδαίδαλου πελατειακού κράτους που έχτισε η κομματοκρατία της Μεταπολίτευσης και το οποίο κρατά σήμερα αιχμάλωτες την οικονομία και την κοινωνία μας –ακόμα και το ίδιο το πολιτικό σύστημα που το εξέθρεψε. Πριν από 50 τόσα χρόνια, ένας αμερικανός Πρόεδρος διέγνωσε ως ένα από τα βασικά προβλήματα στη διακυβέρνηση της χώρας του την ύπαρξη ενός παντοδύναμου «βιομηχανικού – στρατιωτικού συμπλέγματος» –φράση που έχει εγγραφεί στο πολιτικό DNA της Δύσης. Στην Ελλάδα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το «κρατικό και συντεχνιακό σύμπλεγμα», το οποίο δεν αποτελεί απλώς το μείζον πρόβλημα στη διακυβέρνηση της χώρας, αλλά τον ουσιαστικό πάτρωνα του τόπου. Η απαλλαγή από αυτό το σύμπλεγμα είναι η πρωταρχική προϋπόθεση για να χτίσουμε μια σύγχρονη οικονομία, μια σύγχρονη κοινωνία.
Κυρίες και κύριοι,
Η συζήτηση για το «τις πταίει» για τα σημερινά χάλια της Ελλάδας είναι πλέον άγονη και χωρίς ουσία. Η ουσία είναι ότι η κοινωνία μας έχει συνειδητοποιήσει πως βρεθήκαμε –και βρισκόμαστε– στο χείλος του γκρεμού. Αλλά δεν μπορεί να ξέρει τι θέλει γιατί δεν μπορεί να δει πού πηγαίνει. Αναδέχεται την αναγκαιότητα της αλλαγής. Αλλά αντιμετωπίζει με δυσπιστία το απαιτούμενο κόστος της. Ίσως γιατί δεν έχει πεισθεί ακόμη για το αντίκρισμα των θυσιών που καλείται να υποστεί. Ίσως γιατί έχει χάσει την πίστη της στην ικανότητα των ταγών της –και στις υποσχέσεις τους.
Είμαι ο πρώτος που θα αναγνωρίσει ότι μέσα στους τελευταίους λίγους μήνες έχουμε δει με τόλμη να υλοποιούνται πρωτόγνωρες για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα αλλαγές –έως και ανατροπές. Παρά ταύτα, επειδή η αντίσταση των αγκυλωμένων συμφερόντων και αντιλήψεων παραμένει πολύ ισχυρή, ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων είναι βραδύς και το βάθος τους ρηχό –πάντα σε σχέση με την κρισιμότητα της κατάστασης. Κάθε βήμα προς τα εμπρός αντιμετωπίζεται ως κατακλυσμός και υπονομεύεται εκ των έσω, καθώς ο κομματισμός κι ο συντεχνιασμός δίνουν τον υπέρ πάντων αγώνα για να μην αλλάξει τίποτα –κι ας βουλιάξει ο τόπος.
Το ίδιο το Μνημόνιο που συνειδητά υπογράψαμε με τους εταίρους και τους δανειστές μας, ενώ θα έπρεπε ν’ αποτελέσει το εφαλτήριο μιας συλλογικής προσπάθειας για την ανταγωνιστική ανασυγκρότηση του τόπου, επιχειρείται με άκρατη ελαφρότητα να καταστεί αιτία κοινωνικού διχασμού. Ενώ θα έπρεπε ν’ αποτελέσει ένα κέντρισμα εθνικής αυτογνωσίας, χρησιμοποιείται ως μέσο αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης και ως άλλοθι απραξίας. Οι αρνητές του Μνημονίου αρνούνται την ίδια την πραγματικότητα που το επέβαλε. Και προτείνουν ουσιαστικά στον λαό μας την εθελοτυφλία ως συνταγή αντιμετώπισης του προβλήματος. Αναπαράγουν δηλαδή την καταστροφική αντίληψη που μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση.
Έχουμε δύσκολο δρόμο μπροστά μας. Και πρέπει να τον διανύσουμε με την ταχύτητα δρομέα των 100 μέτρων, αλλά και με την αντοχή μαραθωνοδρόμου. Το έργο που έχουμε να επιτελέσουμε είναι τιτάνιο σε σχέση με την έκτασή του, με τον διαθέσιμο χρόνο, με τις οργανωμένες αντιδράσεις, με τη δυσπιστία των αγορών. Δεν υπάρχει ούτε μέρα για χάσιμο, δεν επιτρέπεται ούτε ένα υπουργείο να ολιγωρήσει, ούτε ένας υπουργός να δειλιάσει. Ο χρόνος για την υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών τελειώνει. Είναι ώρα μόνο για δράση.
Οφείλουμε την αλήθεια στον λαό χωρίς προσχήματα και υστεροβουλίες. Πρέπει να ξέρει πως η έξοδος από την κρίση θα αφήσει πίσω της και χαλάσματα που θα χρειαστεί να χτίσουμε από την αρχή. Και, οπωσδήποτε, δεν θα σημάνει επιστροφή στον παλιό καλό καιρό της επίπλαστης ευμάρειας. Αν επιχειρούσαμε κάτι τέτοιο θα ξανακυλούσαμε πολύ σύντομα στο χείλος της χρεοκοπίας. Αντίθετα, αν οι δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει υλοποιηθούν έγκαιρα και αποτελεσματικά, θα ανοίξει ο δρόμος για μία νέα Ελλάδα: οργανωμένη και συνειδητή, δυναμική και εξωστρεφή. Μία νέα Ελλάδα που θα σέβεται τον εαυτό της –άρα θα σέβεται τους νόμους της και τους ανθρώπους της.
Βασικός, κύριος, πρωταρχικός στόχος πρέπει να είναι η μείωση του Κράτους με την κατάργηση άχρηστων οργανισμών, φορέων, υπηρεσιών, επιτροπών, θέσεων. Από την περιστολή του Κράτους θα εκπορευτούν η μείωση της σπατάλης, η βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων αγαθών, η ενίσχυση του ανταγωνισμού, η απελευθέρωση του δημιουργικού δυναμισμού των Ελλήνων. Με την περιστολή του Κράτους θα είναι εφικτή η αναδιοργάνωσή του σε ορθολογική βάση, η αξιολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού του, η εκτίμηση της απόδοσης των πόρων που χρησιμοποιεί. Μόνο έτσι θα επανέλθουμε στην αναπτυξιακή τροχιά που είναι απαραίτητη για να απαλλαγούμε οριστικά από την απειλή του χρέους μας. Μόνο τότε δεν θα πάνε χαμένες οι θυσίες της κοινωνίας μας στον βωμό μίας εφήμερης δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Κυρίες και κύριοι,
Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, πολύ λίγοι είναι αυτοί που συνειδητοποιούν ότι η μεγάλη, η πιο σοβαρή μεταρρύθμιση, αυτή που αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για όλες τις άλλες, είναι η μεταρρύθμιση των αντιλήψεών μας. Η απόλυτα αναγκαία μείωση του μεγέθους και του βάρους του Κράτους δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν σταματήσουμε να προστρέχουμε στο Κράτος – πάτρωνα κι αν δεν απαρνηθούμε τη λογική των πελατειακών σχέσεων. Η επιτακτική ανάγκη να ωθήσουμε την οικονομία σ’ έναν ενάρετο δρόμο ανάπτυξης θα επιτευχθεί μόνο αν κατανοήσουμε ότι η ανάπτυξη δεν θα έρθει επειδή φτιάξαμε έναν επενδυτικό νόμο, επειδή επινοήσαμε ένα fast track, επειδή μας δίνει λεφτά το ΕΣΠΑ, επειδή ιδρύσαμε άλλο ένα κρατικό ταμείο ανάπτυξης –όσο κι αν αυτά ακούγονται ωραία, όσο κι αν είναι χρήσιμα. Η ανάπτυξη και η οικονομική πρόοδος θα έρθουν όταν συνειδητά διαμορφώσουμε ένα ολοκληρωμένο και διεθνώς αποδεκτό οικονομικό, επιχειρηματικό, νομικό, διοικητικό και περιβαλλοντικό πλαίσιο που να την προωθεί, να τη στηρίζει, να της αποδίδει την προτεραιότητα που οι συνθήκες επιβάλλουν.
Η ανταγωνιστικότητα δεν θα έρθει μόνο και μόνο επειδή την επικαλούμαστε. Θα έρθει όταν σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε την επιχειρηματικότητα ως εχθρό. Όταν συνειδητοποιήσουμε ότι οι δυνάμεις εργασίας του ιδιωτικού τομέα είναι αυτές, που δημιουργούν πλούτο από τον οποίον καταβάλλονται οι φόροι και οι εισφορές, παράγεται ένα ευρύ κοινωνικό μέρισμα, στηρίζεται το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Όταν αναγνωρίσουμε ότι χωρίς σκληρή δουλειά, επένδυση και τόλμη δεν υπάρχει πλέον προοπτική και πρόοδος.
Κυρίες και κύριοι,
Όποια τροπή κι αν πάρουν οι εξελίξεις στην Ευρώπη προσθέτουν νέα βάρη και νέες ευθύνες στη χώρα μας. Είναι εξελίξεις που περιορίζουν τις εναλλακτικές μας λύσεις και που οφείλουν να μας κάνουν ακόμη πιο αποφασιστικούς στην προσπάθειά μας να αλλάξουμε αυτόν τον τόπο, να φτιάξουμε μία νέα Ελλάδα, που δεν θα διώχνει τα παιδιά της, δεν θα αποτελεί τον δακτυλοδεικτούμενο παρία της Ευρώπης, δεν θα αγνοείται από τα διεθνή κέντρα αποφάσεων.
Αν η Ευρώπη παρασυρθεί από εθνικές μικρόνοιες και γυρίσει την πλάτη της στο όραμα της ολοκληρωμένης οικονομικής και πολιτικής ένωσης, τότε η χώρα μας θα πρέπει να έχει ανασυγκροτήσει τα του οίκου της πάνω σε γερά θεμέλια. Χωρίς την πολιτική κάλυψη της Ε.Ε. και χωρίς την οικονομική κάλυψη ενός ευρώ, που θα εξακολουθήσει να υπάρχει, αλλά δεν θα είναι πλέον ισχυρό, μία μικρή και ανοιχτή οικονομία, όπως η ελληνική, θα πρέπει να έχει ισχυρή παραγωγική βάση που να βασίζεται στο υπάρχον και στο δυνητικό συγκριτικό της πλεονέκτημα. Στο σταθερό και ανταγωνιστικό φορολογικό της καθεστώς. Στην ταχεία και έγκυρη λειτουργία της δικαιοσύνης. Στον σύγχρονο και υγιή χρηματοπιστωτικό της τομέα. Στην ελεύθερη αγορά, στην επιχειρηματικότητα και στο ποιοτικό ανθρώπινο δυναμικό της.
Αν η Ευρώπη ξεπεράσει τις σημερινές ωδίνες της και προχωρήσει στην ομοσπονδιακή της ολοκλήρωση, τότε μία αδύνατη Ελλάδα, μία Ελλάδα καθηλωμένη στους διαρθρωτικούς αναχρονισμούς της, είτε θα ωθηθεί στο περιθώριο είτε θα εξωθηθεί εκτός Ένωσης.
Η πραγματικότητα δεν επιτρέπει αυταπάτες: θα βγούμε από την κρίση και θα καταφέρουμε να αλλάξουμε το μοντέλο ανάπτυξής μας μόνο αν αλλάξουμε ριζικά τις αντιλήψεις, δομές και λειτουργίες μας, αν ανατρέψουμε τις συνήθειες και τις πρακτικές μας. Ο άλλος δρόμος, ο εύκολος δρόμος των μαγικών συνταγών και των μεσοβέζικων λύσεων, μας πηγαίνει μόνο πίσω –οριστικά πίσω. Ο δρόμος μπροστά, παρά τις δυσκολίες, προσφέρει ελπίδα και προοπτική. Στο τέλος του υπάρχει μια καλύτερη Ελλάδα –για όλους μας. Αυτήν μπορούμε και πρέπει να διεκδικήσουμε.”