Προσφώνηση του Προέδρου του ΣΕΒ κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλου, προς τον Υπουργό Ανάπτυξης, κ. Χρήστο Φώλια, στο πλαίσιο της συνεδρίασης του Γενικού Συμβουλίου του ΣΕΒ, 13/12/2007
Θέλω να ευχαριστήσω τον υπουργό Ανάπτυξης για την αποδοχή της πρόσκλησής μας, για την παρουσία του σήμερα, εδώ, μαζί μας.
Είναι, πιστεύω, ουσιαστική αυτή η συνάντηση του κατ’ εξοχήν αρμόδιου για την ανάπτυξη Υπουργού, με τους εκπροσώπους της επιχειρηματικής τάξης, δηλαδή της αναπτυξιακής δράσης.
Είναι, δε, διπλά σημαντικό το γεγονός, καθώς η συνάντηση αυτή πραγματοποιείται σε μία όχι ακριβώς ευοίωνη συγκυρία: υπάρχουν ενδείξεις για αναπτυξιακή επιβράδυνση, πληθωριστική επιτάχυνση και δημοσιονομική δυστοκία. Θα αποτολμούσα έτσι την πρόβλεψη πως το 2008 δεν θα δικαιολογήσει την αισιοδοξία που όλοι θέλουμε να επιδεικνύουμε με βάση τη μέχρι τώρα πορεία μας.
Πιστεύω, ωστόσο, ότι εκφράζω τις απόψεις και θέσεις όλων των μελών μας υπογραμμίζοντας, ότι το μείζον πρόβλημα δεν είναι ο κύκλος οικονομικής συγκυρίας. Αυτός αποτελεί αναπόφευκτο μέρος της οικονομικής πραγματικότητας και όλοι μας οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε ανάλογα. Ο προβληματισμός του ΣΕΒ, ως του, κατ’ εξοχήν, εκφραστή της σύγχρονης και δυναμικής επιχειρηματικής τάξης, εστιάζεται στην πάγια εθνική μας ολιγωρία αναφορικά με την έκταση, ταχύτητα και αποτελεσματικότητα της αναγκαίας εκσυγχρονιστικής προσπάθειας. Είναι προβληματισμός που αφορά το συλλογικό μας μέλλον και όχι το συντεχνιακό μας παρόν.
Και μόνο τα μεγέθη του ισοζυγίου πληρωμών ανάγλυφα αναδεικνύουν το βαθύτερο πρόβλημά μας –τη διαρκή απώλεια ανταγωνιστικότητας. Απώλεια που, νομοτελειακά, οδηγεί στην άνοδο των τιμών, στην αύξηση της ανεργίας, στην υποβάθμιση του παραγωγικού μας ιστού και στην απώλεια εθνικού κεφαλαίου.
Και, ωστόσο, θα ήταν άδικο να πει κανείς ότι δεν κάνουμε μεταρρυθμιστικές απόπειρες. Αναπόφευκτα, λοιπόν, προκύπτει το συμπέρασμα ότι αρκετές από τις προσπάθειές μας, μάλλον αναλώνονται στην αντιμετώπιση των φαινομένων εκδήλωσης του προβλήματος, όχι των αιτίων του. Οφείλω, πάντως, στο σημείο αυτό, να εξάρω το έργο του σημερινού καλεσμένου μας στο υπουργείο οικονομίας σε σχέση με την απορρόφηση και αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων. Δουλειά, που έθεσε τις βάσεις για την αποτελεσματική χρήση των πόρων και από το Δ’ ΚΠΣ.
Εκείνο που απαιτείται, σήμερα, είναι μία συμφωνία – πλαίσιο μεταξύ της κυβέρνησης και των κοινωνικών εταίρων με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, σε συνάρτηση με τους στόχους της Λισαβόνας. Μία συμφωνία – πλαίσιο, που θα υπερβαίνει τις καλές προθέσεις και τις ωραίες εξαγγελίες, και θα επικεντρωθεί στον σχεδιασμό και την υλοποίηση αποτελεσματικών δράσεων. Στην πραγματικότητα, χάρις στη δουλειά που έχει ήδη γίνει και από την κυβέρνηση, μία τέτοια βάση εκκίνησης υπάρχει. Είναι το συμφωνημένο Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων, το οποίο, όμως, χρειάζεται ιεράρχηση στόχων, προσδιορισμό πόρων και καθορισμό σαφούς χρονοδιαγράμματος υλοποίησής του. Υπάρχει, ακόμη, το Εθνικό Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας. Ιδρύθηκε με τυμπανοκρουσίες, με τις αγαθότερες των προθέσεων και με άριστους οιωνούς. Σήμερα, δεν αποτελεί καν ένα αξιόπιστο ακαδημαϊκό φόρουμ. Η αξιόλογη δουλειά του, οι ρεαλιστικές του προτάσεις, οι μακρόχρονες προοπτικές που χάραξε, θάφτηκαν κάτω από τη χρόνια αδράνεια της δημόσιας διοίκησης και τη χλωμή πολιτική βούληση. Η επικαιροποίηση και ενεργοποίηση του Εθνικού Προγράμματος Μεταρρυθμίσεων και η δραστική αναβάθμιση του λόγου και του ρόλου του Εθνικού Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας θα αποτελούσε ένα τεράστιο βήμα για να αντιμετωπίσουμε το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.
Υπάρχουν, όμως, και άλλα που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε μαζί. Το άνοιγμα των αγορών με ταυτόχρονη ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, η συνεπής και συνεχής καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, η επίλυση του ασφαλιστικού, στο πλαίσιο μίας δίκαιης και μακρόχρονα βιώσιμης πολιτικής, αποτελούν προκλήσεις που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε χωρίς μεγάλο οικονομικό και απαράδεκτο κοινωνικό κόστος.
Και στους τρεις αυτούς τομείς έχουμε κάνει μερικά σημαντικά βήματα, τα οποία όμως αποδεικνύονται λίγα και αδύνατα μέσα σ’ ένα παγκόσμιο περιβάλλον, που αλλάζει ταχύτατα και στο οποίο η πλειοψηφία των άλλων χωρών, ιδιαίτερα των εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προχωρεί με γοργά βήματα, ενθαρρύνοντας την επιχειρηματικότητα, ως τον κύριο μοχλό ανάπτυξης και προόδου.
Σε αντίθεση, στον τόπο μας, σε κάθε ευκαιρία δίνουμε τεράστια δημοσιότητα στις τυχόν παραβάσεις ή παραλείψεις κάποιων επιχειρήσεων, διαγωνιζόμαστε για το ρεκόρ στην επιβολή προστίμων και αναγάγουμε τη συχνότητα και την αυστηρότητα της τιμωρίας σε μέτρο κοινωνικής ευαισθησίας και πολιτικής βούλησης.
Με αβάσιμο ζήλο δαιμονοποιούμε συλλήβδην την επιχειρηματικότητα, υποδαυλίζοντας με τον τρόπο αυτό ένα αίσθημα εχθρότητας στην κοινωνία έναντι του επιχειρηματικού κόσμου –συνολικά.
Παράλληλα, όμως, αφήνουμε ανεξέλεγκτο το πολυδαίδαλο Κράτος, το οποίο ο Πρωθυπουργός το έχει επανειλημμένα χαρακτηρίσει ως τον «μέγα ασθενή». Αναφέρομαι στο σύνολο εκείνων των δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα που δεν υπακούουν στους νόμους, προσφέρουν κακής ποιότητας προϊόντα και υπηρεσίες –και μάλιστα σε υψηλές τιμές– και συνεισφέρουν στη δημοσιονομική κρίση της χώρας, που πλήττει όμως τους νομοταγείς και φορολογούμενους πολίτες. Το επιχειρηματικό κέρδος καθίσταται, εξ’ ορισμού, αισχροκέρδεια –ενώ τα κρατικά ελλείμματα βαφτίζονται κοινωνική μέριμνα. Έτσι, όμως, διαιωνίζουμε τον φαύλο κύκλο της στασιμότητας τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνία.
Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το Ασφαλιστικό, που αποτελεί πυλώνα κοινωνικής ασφάλειας –άρα και υγιούς οικονομικής ανάπτυξης, ο ΣΕΒ υπογράμμισε από την πρώτη στιγμή ότι μόνο μία ολοκληρωμένη, δίκαιη και βιώσιμη λύση, στο πλαίσιο ενός ειλικρινούς πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου, μπορεί να αποτρέψει το φάσμα της κατάρρευσης του συστήματος.
Οι δυνάμεις της εργασίας – εργοδότες και εργαζόμενοι– καταβάλλουν σήμερα τις εισφορές τους σε ένα σύστημα που προκαλεί ανασφάλεια αντί να παρέχει σιγουριά, δημιουργεί κοινωνική ανησυχία αντί να εγγυάται σταθερότητα. Η επιχειρηματική δράση, όμως –ακριβώς επειδή απαιτεί την αρμονική συνεργασία σε καθημερινή βάση στον χώρο της δουλειάς– χρειάζεται ένα σταθερό και ασφαλές κοινωνικό περιβάλλον για να αναπτυχθεί.
Αυτό ήταν το νόημα της τοποθέτησης του ΣΕΒ σε σχέση με τη χθεσινή απεργία, που πάνω απ’ όλα ανέδειξε την αξίωση της κοινωνίας μας για μία ολοκληρωμένη και όχι εμβαλωματική προσέγγιση της αναγκαίας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης.
Κύριε υπουργέ,
Προσδοκούμε με χαρά να σας ακούσουμε και θα σας ακούσουμε με ιδιαίτερη προσοχή. Δεν περιμένουμε να μας «χαϊδέψετε τα αυτιά» –γνωρίζω ότι ούτε σ’ εσάς αρέσει ο εξωραϊσμός καταστάσεων. ¶λλωστε, εμείς, ως επιχειρηματίες, είμαστε μέσα στην αγορά και παίρνουμε πιο γρήγορα από κάθε άλλον τα μηνύματά της, βιώνουμε τον παλμό της, κατανοούμε τις ανάγκες της και ανάλογα ρυθμίζουμε άμεσα και αποτελεσματικά την επιχειρηματική μας συμπεριφορά.
Περιμένουμε, λοιπόν, να ακούσουμε από εσάς ρεαλιστικές ιδέες, σχέδια και προτάσεις για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας που διολισθαίνει –σε βάρος όλων μας.
Από τον υπουργό Ανάπτυξης περιμένουμε τον λόγο και τις πράξεις του φυσικού συμμάχου της επιχειρηματικής δράσης.
Από τον Χρήστο Φώλια, ο οποίος, στο μικρό διάστημα της θητείας του σε αυτόν τον τομέα, έχει ήδη δείξει ότι δεν διστάζει, περιμένουμε την πρόταση για κοινές δράσεις που θα ξαναβάλουν τον τόπο στην τροχιά της ανταγωνιστικής ανάπτυξης.
Πιστεύουμε, πως ο μόνος δρόμος για την οικονομική και κοινωνική πρόοδο περνά μέσα από τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που ευνοεί την πρωτοβουλία, την ανάληψη ρίσκου και την επιτυχία. Περνά μέσα από την απελευθέρωση των αγορών και των επαγγελμάτων, έτσι ώστε να απελευθερωθούν ανταγωνιστικά όλες οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου. Περνά μέσα από τη στενή και διαρκή συνεργασία των κοινωνικών εταίρων με το Κράτος. Και την αυτοδέσμευση της κυβέρνησης να τους ακούει, να συζητά μαζί τους και να συμμετέχει ισότιμα στην προετοιμασία λύσεων που θα τις εφαρμόζει. Κοινωνικοί εταίροι βωβοί και Κράτος κωφό συνεπάγεται έναν τόπο όπου ο καθένας διεκδικεί το στενό του συμφέρον και, τελικά, επικρατεί η συλλογική απραξία σε βάρος του κοινού συμφέροντος.
Αυτό θέλουμε, αυτό πρέπει να αποφύγουμε.