#SEV4jobs Ο ΣΕΒ για «Το Μέλλον της Εργασίας μετά το Μνημόνιο», 26/10/2017
Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Θεόδωρος Φέσσας έκανε τη βασική τοποθέτηση, με θέμα: «Βιώσιμη ανάπτυξη και το Μέλλον της Εργασίας». Ξεκινώντας την παρέμβασή του ο κ. Φέσσας κατέστησε σαφές ότι η πρόσφατη έκθεση του ΣΕΒ για το Μέλλον της Εργασίας δεν παρουσιάζει τις θέσεις του Συνδέσμου, αλλά κυρίαρχες και αναδυόμενες τάσεις στην οργάνωση της εργασίας διεθνώς, με στόχο να θέσει το πλαίσιο της συζήτησης και να αναδείξει κρίσιμα ερωτήματα. «Ας μην κάνουμε για άλλη μια φορά, το γνώριμο λάθος να δαιμονοποιούμε απόψεις, προκαταλαμβάνοντας θέσεις» και πρόσθεσε ότι «ο διάλογος για το μέλλον της εργασίας είτε θα είναι ανοιχτός και απροκατάληπτος είτε δεν θα γίνει καθόλου»
Επισήμανε ότι «αιτία του κακού είναι μία κουλτούρα εμμονής στα στείρα πρότυπα του παρελθόντος, και μία άρνηση στις αλλαγές.» Τόνισε χαρακτηριστικά ότι οι «μεταρρυθμίσεις», που αποτελούν την κινητήρια δύναμη προόδου στις ανεπτυγμένες οικονομίες, κατάφεραν στη χώρα μας να γίνουν «κακιά λέξη» και να εγείρουν δυσπιστία και απώθηση. «Όποια ορολογία όμως και αν χρησιμοποιήσουμε, πρέπει να ξεπεράσουμε αυτή την κουλτούρα της ακινησίας και της συντήρησης.» Ο κ. Φέσσας υπογράμμισε ότι λύση στην ελληνική κρίση απασχόλησης είναι μία ολοκληρωμένη στρατηγική που θα υποστηρίζει την ανάπτυξη του τομέα διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών, ο οποίος παράγει, εξάγει και δημιουργεί βιώσιμες θέσεις εργασίας, και σημείωσε ότι «η επιστροφή στο καθεστώς εργασιακών ρυθμίσεων που ίσχυε πριν την κρίση είναι μια ανιστόρητη ουτοπία που δεν έχει καμία σχέση με την οικονομική πραγματικότητα της χώρας μας.» Σε άλλο σημείο της παρέμβασής του ο Πρόεδρος του ΣΕΒ τόνισε ότι «ο μόνος τρόπος για τη διασφάλιση βιώσιμων θέσεων εργασίας είναι η πορεία των μισθών να συνδέεται και να εξαρτάται από την πορεία της παραγωγικότητας.» Σε αυτό το πλαίσιο, τόνισε την έμφαση που πρέπει να δοθεί στη στήριξη του τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών με τα κατάλληλα εργαλεία πολιτικής, μεταξύ των οποίων είναι και μια ευέλικτη αγορά εργασίας που εστιάζει στη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας και της επιχείρησης. «Οι νέες θέσεις για να είναι βιώσιμες θα πρέπει να δημιουργηθούν σε κλάδους εξωστρεφείς, κι όχι εκεί που χάθηκαν κατά την περίοδο 2008-2013. Και οι κλάδοι αυτοί οφείλουν υποχρεωτικά να κινούνται πλησίον του τεχνολογικού συνόρου για να είναι ανταγωνιστικοί. Γι’ αυτό είναι σημαντική η διάσταση της παραγωγικότητας της εργασίας που αμελήσαμε την προηγούμενη περίοδο», υπογράμμισε.
Ο κ. Φέσσας υποστήριξε ότι ο κοινωνικός διάλογος, δλδ ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων, εργοδοτών και εργαζομένων, είναι κομβικός και πρέπει να διευρυνθεί με άλλα ζητήματα, πέρα και πάνω από το στενό προσδιορισμό του κατώτατου μισθού, και πρόσθεσε ότι η βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση και η αναπτυξιακή προοπτική συνδέονται με την παραγωγή και τη διεύρυνσή της, με όρους ανταγωνιστικότητας και καταλήγοντας σημείωσε ότι «προϋποθέσεις του αποτελεσματικού και παραγωγικού κοινωνικού διαλόγου, τριμερούς και διμερούς, είναι πρώτον η κατανόηση ότι δεν μπορούν να υπάρχουν εισοδήματα, παροχές και προνόμια χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα και στήριξη από την πραγματική οικονομία, και δεύτερον ότι κύριο χαρακτηριστικό της αληθινής δημοκρατίας και της κοινωνικής ευημερίας είναι το ισοζύγιο μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των πολιτών. Κι ότι κάθε δικαίωμα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν την δυνατότητα ή την αδυναμία της χώρας να ανταποκριθεί σε αυτό από πλευράς υλικών όρων και διαθέσιμων πόρων.»
Παρουσιάζοντας τις θέσεις του ΣΕΒ, ο κ. Κυριαζής, τόνισε ότι «η στρατηγική για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας πρέπει να ακολουθεί την εξής εθνική επιλογή: να βασίζεται η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας στην οικονομία της γνώσης και να μην είναι ανταγωνιστικότητα βασισμένη στο χαμηλό κόστος εργασίας.» Ο κ. Κυριαζής στην τοποθέτησή του και αναφερόμενος ειδικότερα στο κατώτατο μισθό τόνισε ότι αίτημα του ΣΕΒ είναι να καθορίζεται ο εθνικός κατώτατος μισθός με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) και πρότεινε να απλοποιηθεί η διαδικασία καθορισμού μισθού (που έχει προβλεφθεί νομοθετικά) όπως και να μειωθεί ο αριθμός των εμπλεκομένων στη διαβούλευση. Σημείωσε ιδιαίτερα δε ότι «στο νέο εργασιακό περιβάλλον, πρώτον, δεν πρέπει να υπάρχουν διαδικασίες που επιφέρουν αυτοματισμούς μεταξύ του εθνικού κατώτατου μισθού και των λοιπών επιπέδων, και δεύτερον, οι μεταβολές των μισθών πρέπει να ακολουθούν στενά τις μεταβολές της παραγωγικότητας. Επίσης, επισήμανε ότι σήμερα βρισκόμαστε σε ένα επίπεδο ισορροπίας της αγοράς και ότι δεν υπάρχει δυνατότητα και ανάγκη μεταβολής του κατώτατου μισθού, παρά μόνον θέματα της σύνθεσης του κατώτατου νόμιμου (π.χ. των τριετιών) τα οποία θα πρέπει να εξετάσουμε σε επόμενη φάση.» Σε άλλο σημείο της τοποθέτησής του ανέδειξε ως βασική αρχή ότι οι αποφάσεις για αύξηση των μισθών πρέπει να συνδέονται με την αύξηση της παραγωγικότητας στους κλάδους των «διεθνώς εμπορεύσιμων», της οποίας η αύξηση πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα και προϋπόθεση για την παράλληλη και ταυτόχρονη αύξηση των μισθών και τη διατήρηση και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Ο κ. Κυριαζής σημείωσε επίσης ότι ένα θέμα που σχετίζεται με το κόστος εργασίας αλλά δεν αποτελεί μέρος της συζήτησης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι το μη μισθολογικό κόστος, ενώ τόνισε ότι μια κοινή ατζέντα διεκδικήσεων από ένα ενιαίο μέτωπο εργαζομένων και εργοδοτών θα έπρεπε να περιλαμβάνει τη σημαντική μείωση των επιτοκίων δανεισμού, την ανάκαμψη των επενδύσεων στη μεταποίηση και τη βελτίωση εκεί της παραγωγικότητας. Ο κ. Κυριαζής τόνισε ακόμη ότι στην Ελλάδα ισχύει σήμερα καθεστώς ελευθερίας συλλογικών διαπραγματεύσεων, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι την περασμένη χρονιά (2016) υπογράφτηκαν 10 κλαδικές/ομοιεπαγγελματικές, 309 επιχειρησιακές και 6 τοπικές, με την ελεύθερη βούληση των δύο πλευρών και πρόσθεσε ότι η ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων νοθεύεται στην Ελλάδα, από την επιβολή συστήματος της λεγόμενης υποχρεωτικής διαιτησίας. Ως προς την επέκταση και κήρυξη γενικώς υποχρεωτικής μιας κλαδικής ή/και ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ μέσω Υπουργικής Απόφασης, ο κ. Κυριαζής τόνισε ότι ο ΣΕΒ είναι ενάντια στην σχεδόν αυτόματη επέκταση των ΣΣΕ και δεδομένου ότι ο θεσμός της επέκτασης, όπου αλλού ισχύει στην Ευρώπη, δεσμεύει επιχειρήσεις που δεν έλαβαν μέρος στη συλλογική διαπραγμάτευση, πριν συζητηθεί οποιαδήποτε αλλαγή από το σημερινό σύστημα πρέπει να διασφαλίζονται απαραιτήτως ότι το ποσοστό κάλυψης εργαζομένων να είναι ιδιαίτερα αυξημένο, να μην κηρύσσονται γενικά υποχρεωτικές οι ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ και να μην κηρύσσονται γενικά υποχρεωτικές οι κλαδικές ΣΣΕ που δεν έχουν συνυπογραφεί και από τις δύο πλευρές. Σχετικά με την ΣΣΕ που υπερισχύει σε περίπτωση συρροής επιχειρησιακής και κλαδικής σύμβασης ο ΣΕΒ θεωρεί ότι πρέπει να υπερισχύει η επιχειρησιακή, σημειώνοντας ότι ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων επιβάλλεται να αναδιαρθρωθεί για να επιζήσει, και η προσπάθεια αυτή εξυγίανσης της αγοράς θα διαρκέσει πολλά χρόνια και αυτό δεν εξαρτάται από τον κλάδο δραστηριότητας της κάθε επιχείρησης. Τέλος για τον συνδικαλιστικό νόμο που ψηφίστηκε το 1982 ο κ. Κυριαζής τόνισε ότι «αναγνωρίζουμε τον εμβληματικό χαρακτήρα του νόμου, αλλά πιστεύουμε ότι υπάρχουν κάποια σημεία όπου απαιτούνται αλλαγές» και απηύθυνε ανοικτή πρόσκληση προς τη ΓΣΕΕ, «να εγκύψουμε μαζί στα θέματα αυτά για να διαμορφώσουμε, εάν αυτό είναι δυνατό, κοινή πρόταση για το νέο εργασιακό περιβάλλον».
Ακολούθησε ένας ζωντανός διάλογος με τους Προέδρους των Θεσμικών Κοινωνικών Εταίρων, τον οποίο συντόνισε ο Αντιπρόεδρος του ΣΕΒ κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος, ο οποίος τόνισε ότι «ενώ στη δεκαετία του 1990 ο διάλογος ήταν συνεχής με ατζέντα πέραν των μισθολογικών διεκδικήσεων, να θυμίσω χαρακτηριστικά τις κοινές πρωτοβουλίες μας στην εκπαίδευση & επαγγελματική κατάρτιση, και την υγεία & ασφάλεια στην εργασία, στην περίοδο της κρίσης, αντίθετα, οπισθοχώρησε ιδιαίτερα και τα αποτελέσματά του είναι ισχνά.» Ανέδειξε ως βασικές αδυναμίες, τη βιαστική και εν τέλει κακή νομοθέτηση χωρίς επαρκή ή καθόλου διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, τον κατακερματισμό και τις πολλές επικαλύψεις μεταξύ 24 εθνικών δομών τριμερούς κοινωνικού διαλόγου καθώς και τον τρόπο λήψης των αποφάσεων, την απουσία αξιολόγησής τους με βάση διεθνείς αρχές και κριτήρια διεθνών οργανισμών (όπως ο ILO), την απουσία προπαρασκευαστικών ζυμώσεων, την έλλειψη ρήτρας εμπιστευτικότη¬τας για τα θέματα που συζητούνται, την απουσία μηχανισμού παρακολούθησης της εφαρμογής των αποφάσεων, την απουσία ανα¬τροφοδότησης των συμμετεχόντων ως προς την υιοθέτηση των προτεινόμενων προτάσε¬ων, την απουσία τακτικής αξιολόγη¬σης του έργου τους. Όπως δε σημείωσε «στόχος μας είναι να προχωρήσουμε σε μία διαβούλευση, με τους Κοινωνικούς Εταίρους ώστε να επιτευχθεί, η μεγαλύτερη δυνατή σύγκλιση απόψεων μεταξύ μας και στη συνέχεια βέβαια, και με την Πολιτεία. «Κύριοι Πρόεδροι της ΓΣΕΕ της ΕΣΕΕ της ΓΣΕΒΕΕ και του ΣΕΤΕ, περιμένουμε τώρα από εσάς να συνεχίσουμε μαζί, την πρωτοβουλία αυτή» τόνισε χαρακτηριστικά. Στη δική του παρέμβαση ο Πρόεδρος του ΣΕΤΕ κ. Γιάννης Ρέτσος σημείωσε ότι «είναι αναγκαίο να αποκατασταθεί το κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους και του κράτους. Αυτό αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει ουσιαστικά ο κοινωνικός διάλογος. Στη συνέχεια πρέπει να αξιολογήσουμε τις υφιστάμενες δομές τριμερούς κοινωνικού διαλόγου και να προχωρήσουμε στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ώστε να αποκαταστήσουμε τη σωστή, συγκροτημένη και ουσιαστική λειτουργία τους. Παράλληλα, πρέπει να προχωρήσουμε στην επανακατηγοριοποίηση των παραβάσεων της εργατικής νομοθεσίας ώστε επουσιώδεις τυπικές παραβάσεις (όπως μια αλλαγή ωραρίου ή ρεπό) να αντιμετωπίζονται και από άποψη κυρώσεων ως τέτοιες.» Σημειώνεται ότι μπορείτε να δείτε την παρέμβαση του Προέδρου της ΓΣΕΕ και του Προέδρου της ΕΣΕΕ στις ιστοσελίδες τους αντίστοιχα.