H ανασταλτική δράση της υπερ-φορολόγησης στα δημόσια έσοδα, στις παραγωγικές δραστηριότητες αλλά και στην καθημερινότητα του πολίτη έχει επεκταθεί και σε νέες κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών. Αυτό επιβεβαιώνεται (και) από την επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ) στον καφέ από το 2017. Στο πλαίσιο των αφιερωμάτων που πραγματοποιούμε για τις επιπτώσεις της υπερφορολόγησης στην πραγματική οικονομία, σήμερα καταγράφουμε την εικόνα της αγοράς καφέ σχεδόν ένα χρόνο μετά την επιβολή του νέου ειδικού φόρου.
Καταρχήν λόγω του σχεδιασμού του ο φόρος αυξάνει δυσανάλογα την τιμή ειδικά των πιο οικονομικών καφέδων, επιβαρύνοντας κυρίως την καθημερινότητα των πιο αδύναμων νοικοκυριών που αναγκάζονται να πληρώσουν ακριβότερα τον καφέ τους ή και να μειώσουν την κατανάλωση. Δημοσιονομικά ο φόρος υπερ-αποδίδει έναντι των αρχικών σχεδιασμών, καθώς η αρχική πρόβλεψη για ετήσια έσοδα €64 εκατ. αναθεωρήθηκε πρόσφατα σε ετήσια έσοδα €85 εκατ. για το 2017. Αν όμως συνυπολογιστούν οι έμμεσες απώλειες εσόδων λόγω διόγκωσης της παραοικονομίας, υποβάθμισης του παραγωγικού ιστού της χώρας και τις απώλειες εσόδων που αυτή συνεπάγεται για το κράτος, τότε το καθαρό δημοσιονομικό αποτέλεσμα του φόρου θα είναι κάπως μειωμένο σε σύγκριση με αυτό το μέγεθος.
Η συρρίκνωση της νόμιμης οικονομικής δραστηριότητας (είτε λόγω μετατόπισης στην παραοικονομία είτε απλά λόγω εξαφάνισής της) είναι μια αμείλικτη και κουραστικά επαναλαμβανόμενη τα τελευταία χρόνια συνέπεια της υπερ-φορολόγησης. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι τα λαθραία προϊόντα καφέ, που δύναται να ενέχουν κινδύνους για τη δημόσια υγεία, έχουν καταλάβει ήδη τουλάχιστον το 10% της αγοράς.
Τέλος, η επιβολή ΕΦΚ σε προϊόντα με διαρκείς εισαγωγές-εξαγωγές συνεπάγεται αναίτιο πολλαπλασιασμό του διοικητικού φόρτου στα τελωνεία αλλά και επιβάρυνση των γραμμών εφοδιασμού των επιχειρήσεων.
Ο φόρος στον καφέ είναι μία ακόμα περίπτωση στην οποία ισχύει: Λιγότερα χρήματα για το κράτος, περισσότερη παραοικονομία και γραφειοκρατία για τους υπόλοιπους.