Επισκόπηση
Η χώρα οδεύει μετ’ εμποδίων προς την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, στο πλαίσιο του 3ου Μνημονίου με τις διαπραγματεύσεις να εστιάζονται στην κάλυψη του δημοσιονομικού κενού (με πλεονάσματα 3,5%) που δημιουργείται μετά το 2018. Με δεδομένο ότι η θέση του ΔΝΤ για «κούρεμα» χρέους και μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,5% δεν γίνεται δεκτή από τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, η συζήτηση εστιάζεται για άλλη μια φορά στις απαιτήσεις για λήψη πρόσθετων προληπτικών μεσοπρόθεσμων μέτρων 2 π.μ. του ΑΕΠ, έτσι ώστε να διασφαλισθεί η επίτευξη του υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2018 και μετά.
Για πρώτη ίσως φορά μπαίνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τόση ένταση από την πλευρά των θεσμών το ζήτημα της υπερφορολόγησης των παραγωγικών στρωμάτων της οικονομίας και ιδιαίτερα της μισθωτής εργασίας. Με τη φοροδοτική ικανότητα στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα να έχει εξαντληθεί, λόγω της δημευτικής φορολογίας που προσεγγίζει σωρευτικά το 60%, το ΔΝΤ πιέζει για τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου μέσω μείωσης του αφορολόγητου στο επίπεδο που ισχύει στο μέσο όρο της ΕΕ-28 (ως % του μέσου μισθού). Το να εισπράττονται λίγα από πολλούς αντί πολλά από λίγους, δεδομένου ότι άνω του 50% των φορολογουμένων, όπου έχει εφαρμογή το αφορολόγητο, δεν πληρώνει φόρο εισοδήματος σήμερα, θα επιτρέψει τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου με στόχο την τόνωση της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας, με μείωση της φορολογίας της εργασίας και των επιχειρήσεων, και την άσκηση στοχευμένης κοινωνικής πολιτικής.
Η σημερινή έμφαση στην υπερφορολόγηση δεν είναι οικονομικά βιώσιμη πολιτική. Όσοι δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα, αντί να έχουν την ευκαιρία να βελτιώσουν την θέση τους μέσα από την παραγωγική διαδικασία, πιέζουν μέσω του πολιτικού συστήματος για φοροαπαλλαγές και εισοδηματικές ενισχύσεις. Η όλο και υψηλότερη φορολόγηση, όμως, δεν λύνει το πρόβλημα διότι ωθεί τις επιχειρήσεις, και τους μισθωτούς που πληρώνουν τον φόρο εισοδήματος να αναζητούν διέξοδο στην παραοικονομία και την μετανάστευση. Με την κατάργηση προνομίων, πρέπει οπωσδήποτε να ενισχυθούν και να χρησιμοποιηθούν πιο αποτελεσματικά οι πόροι για την προστασία των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού, όπως οι μακροχρόνια άνεργοι και οι οικογένειες που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, δεδομένων των αδιεξόδων που προκαλούν ο υψηλός βαθμός φορολόγησης της νόμιμης οικονομικής δραστηριότητας και οι καθυστερήσεις στην πάταξη της φοροδιαφυγής.
Ο ΣΕΒ, εν προκειμένω, θεωρεί ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών, σε περίπτωση μείωσης του αφορολόγητου, θα πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε και μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών και των ελεύθερων επαγγελματιών, ώστε να δοθεί ώθηση στην αύξηση της απασχόλησης.
Τέλος, το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας έχει μετασχηματισθεί σε σύστημα εισοδηματικών ενισχύσεων από τα γενικά φορολογικά έσοδα και όχι συντάξεων από τις αποταμιεύσεις των εργαζομένων. Ως τέτοιο, δεν δημιουργεί εμπιστοσύνη ότι οι εργαζόμενοι θα πάρουν κάποια σύνταξη που θα αντιστοιχεί στις εισφορές μιας ζωής, αφού δεν υπάρχει καν η βεβαιότητα ότι θα υπάρχουν οι πόροι για να πληρωθούν οι συντάξεις, Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται σήμερα φυγόκεντρες δυνάμεις αυτονόμησης των πολιτών και των επιχειρήσεων, που καταφεύγουν σε εισφοροδιαφυγή και λειτουργία εκτός φορολογικού συστήματος. Το πολιτικό σύστημα οφείλει να αναλογισθεί τις ευθύνες του και να προστατεύσει την οικονομία και την κοινωνία από τη διαφαινόμενη παρακμή.
Διαβάστε εδώ το Εβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις: Κοινωνικό Κράτος χωρίς Ανάπτυξη είναι σαν Τσικνοπέμπτη χωρίς ψητό! – 16 Φεβρουαρίου 2017.