Επισκόπηση
Τα τελευταία στοιχεία για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι ενθαρρυντικά. Το τελευταίο τρίμηνο του 2017 υπήρξε μια επιτάχυνση της αύξησης του ΑΕΠ σε +1,9% από +1,1% στο 9μηνο του 2017, με τις επενδύσεις σε πάγια να επεκτείνονται κατά +28,9% από +3,3%, και την ιδιωτική κατανάλωση να υποχωρεί ωστόσο κατά -1% από +0,5%, αντιστοίχως. Ως αποτέλεσμα, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά +1,4% το 2017, έναντι -0,2% το 2016, με τις επενδύσεις σε πάγια να αυξάνουν κατά +9,6% έναντι +1,6% το 2016, και την ιδιωτική κατανάλωση κατά +0,1%, έναντι 0% το 2016. Τέλος, σημειώνεται ότι οι καθαρές εξαγωγές συνέβαλαν αρνητικά στην αύξηση του ΑΕΠ κατά το 2017, καθώς οι σχετικά υψηλές επενδύσεις (+15,7% ή +€3,4 δισ.) και εξαγωγές (+6,8% ή +€3,8 δισ.), προκάλεσαν, παρά τη στασιμότητα της ιδιωτικής κατανάλωσης, μεγάλη αύξηση των εισαγωγών (+7,2% ή +€4,3 δισ.) που υπεραντιστάθμισε την αύξηση των εξαγωγών και διεύρυνε το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Τα στοιχεία αυτά, πέραν του θέματος της δυσεξήγητης κατανομής των μεγεθών σε τριμηνιαία βάση και για το οποίο ο σχολιασμός της ΕΛΣΤΑΤ θα ήταν ευπρόσδεκτος, οδηγούν σε τρία συμπεράσματα: Πρώτον, η στασιμότητα της ιδιωτικής κατανάλωσης (+0,1% το 2017, 0% το 2016) παρά την αύξηση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας σε πραγματικούς όρους (+1,2% το 2017, +0,8 το 2016), με δεδομένη την αρνητική αποταμίευση των νοικοκυριών, αποτυπώνει βασικά την υπερφορολόγηση της εργασίας, σε συνδυασμό με τις μεταβολές στις κοινωνικές παροχές, χωρίς να αποκλείεται η υποεκτίμησή της λόγω πιθανής όξυνσης της φοροδιαφυγής. Ειρήσθω εν παρόδω, το εισόδημα της εργασίας αυξάνει πλέον χρόνο με το χρόνο χωρίς να υπάρχουν δημοσιονομικά ελλείμματα και δανεικά από το εξωτερικό και χωρίς να στηρίζεται από συλλογικές διαπραγματεύσεις παλαιού τύπου. Η περαιτέρω αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης απαιτεί μακροχρόνιες προσπάθειες μείωσης του φορολογικού βάρους στην οικονομία, σε συνδυασμό με την αύξηση των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων ώστε να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα. Δεύτερον, η ανάκαμψη των επενδύσεων είναι γεγονός, με τις ιδιωτικές επενδύσεις να έχουν αυξηθεί στη διετία 2016-2017 κατά 23%, τις επιχειρηματικές (ιδιωτικές χωρίς κατοικίες) κατά 27%, και τις επιχειρηματικές χωρίς πλοία κατά 18%. Ακόμη και οι επενδύσεις σε κατοικίες αναμένεται να αυξηθούν το 2018, καθώς το 2017 υπήρξε για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια αύξηση κατά 19,4% των εκδοθεισών οικοδομικών αδειών σε όγκο. Πάντως, τα απόλυτα μεγέθη των επενδύσεων παρέμειναν ακόμη σε σχετικά χαμηλά επίπεδα (χωρίς κατοικίες και πλοία, οι ιδιωτικές επενδύσεις αυξήθηκαν κατά €1.201 εκατ. το 2016 και κατά €649 εκατ. το 2017). Σε κάθε περίπτωση, είναι εμφανές ότι με μια φιλοαναπτυξιακή φορολογική πολιτική η οικονομία είναι έτοιμη να εκτιναχθεί και ο λόγος που αυτό δεν συμβαίνει ακόμη σχετίζεται με τα πολλά φορολογικά και ρυθμιστικά βάρη που πέφτουν στους ώμους εργαζομένων και επιχειρήσεων. Αν υπάρξει αλλαγή στο μίγμα πολιτικής και υπάρξει σταθερότητα στη μετα-μνημονιακή εποχή, θα μπορούσαν να καταγραφούν ετήσιες αυξήσεις στις επενδύσεις κατά 10% έως 15%, από εδώ και πέρα, συμβάλλοντας ώστε οι επενδύσεις να επανέλθουν στα υψηλά προ κρίσης επίπεδα σε 5 έως 10 χρόνια για τις επιχειρηματικές και 10 έως 15 χρόνια για τις ιδιωτικές επενδύσεις. Οι περίοδοι αυτοί μπορεί να συντομευθούν σημαντικά εάν οι επενδύσεις επιταχυνθούν με κατάλληλα κίνητρα, όπως π.χ. υπεραποσβέσεις ή επιταχυνόμενες αποσβέσεις. Και, τρίτον, εξακολουθεί να υπάρχει ένα έλλειμμα εξωστρέφειας στην οικονομία όταν οι καθαρές εξαγωγές έχουν αρνητική συμβολή στο ΑΕΠ της χώρας. Η υποκατάσταση των εισαγωγών και η περαιτέρω τόνωση των εξαγωγών θα δημιουργούσε πολύ μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία στο ΑΕΠ και ευημερία στους πολίτες, δηλαδή σε εισοδήματα και απασχόληση, και, συνεπώς, ιδιωτική κατανάλωση. Η διαρροή προστιθέμενης αξίας μέσω των εισαγωγών μπορεί να ανακοπεί με την τόνωση και διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων ώστε να αυξηθεί η κερδοφορία των επενδύσεων. Σημειώνεται, τέλος, ότι η οικονομία φαίνεται να έχει εισέλθει σε ένα δημιουργικό κύκλο, που οδηγεί σταδιακά και σταθερά σε υψηλότερα επίπεδα ευημερίας. Οι σταθεροποιητικές πολιτικές που εφαρμόζονται σήμερα είναι ανάγκη να συνεχισθούν στη μετα-Μνημονιακή εποχή. Το πρόβλημα της χώρας από εδώ και πέρα είναι καθαρά πολιτικό και, συνδέεται με την πιθανή αλλαγή πλεύσης στην οικονομική πολιτική προς εξυπηρέτηση πελατειακών σχέσεων και συμφερόντων. Ήδη χάθηκε μια γενιά, ας μην χαθεί και δεύτερη.
- Η αυξημένη εξωτερική ζήτηση επηρεάζει θετικά την παραγωγή στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών, η οποία συνέχισε να κινείται ανοδικά τον Ιανουάριο του 2018 (+6%), έχοντας σημειώσει αύξηση +3,1% το 2017 στο σύνολο του έτους, την ώρα που οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία ενισχύουν τη δυναμική τους τον Ιανουάριο του 2018, καταγράφοντας άνοδο +22% σε αξία και +20,6% σε όγκο, επιβεβαιώνοντας τις θετικές επιχειρηματικές προσδοκίες στη μεταποίηση. Παράλληλα, η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα παρουσιάζει σημάδια ανάκαμψης, καθώς το 2017 σημείωσε αύξηση (+19,4% με βάση τον όγκο που αντιστοιχεί στις εκδοθείσες άδειες) για πρώτη φορά έπειτα από 9 έτη πτώσης. Θετικά είναι επίσης και τα μηνύματα από την αγορά εργασίας, με το ποσοστό ανεργίας να υποχωρεί σταθερά (20,8% τον Δεκέμβριο του 2017), το ισοζύγιο προσλήψεων – αποχωρήσεων να είναι θετικό το πρώτο 2μηνο του 2018 (+86 θέσεις, έναντι αρνητικού ισοζυγίου κατά -4.879 θέσεις) και τις αμοιβές ανά ώρα εργασίας να παρουσιάζουν άνοδο το 4ο τρίμηνο του 2017 (+1,2%) έπειτα από μείωση τα τρία προηγούμενα 3μηνα (-1% το διάστημα Ιαν – Σεπ 2017). Από την άλλη πλευρά, η επίδραση της αύξησης των έμμεσων φόρων, που διατήρησε τον πληθωρισμό σε θετικό έδαφος το 2017 (+1,1%), εξασθενεί με αποτέλεσμα την επιβράδυνση της ανόδου των τιμών (-0,1% το διάστημα Ιαν – Φεβ 2018).
Διαβάστε εδώ το Εβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις: Μείωση υπερφορολόγησης για εκτίναξη επενδύσεων και εξωστρέφειας! – 15 Μαρτίου 2018.