Η πρόσφατη ψήφιση του Ν.4611/2019 πραγματοποιήθηκε με τη διαδικασία του επείγοντος και χωρίς να υπάρξει η απαιτούμενη τυπική και ουσιαστική διαβούλευση, ούτε με τους κοινωνικούς εταίρους, ούτε με την επιστημονική κοινότητα. Το άρθρο 48 του νόμου αυτού, καθορίζει εκ νέου τις προϋποθέσεις έγκυρης καταγγελίας μιας εργασιακής σχέσης. Συγκεκριμένα, προστίθεται ως όρος για την εγκυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας η συνδρομή “βάσιμου λόγου κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη”, πέραν της καταβολής αποζημίωσης, του έγγραφου τύπου, και της ασφάλισης του εργαζομένου.
Έτσι, ο «βάσιμος λόγος» και η αποζημίωση ισχύουν πλέον στην Ελλάδα σωρευτικά και όχι εναλλακτικά. Όμως, κατά την έννοια του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, η καταβολή αποζημίωσης και ο βάσιμος λόγος δεν προβλέπονται σωρευτικά, αλλά μόνο εναλλακτικά. Με αυτή την έννοια η αποζημίωση, ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση, προβλέπεται ως δικαίωμα σε περίπτωση λύσης της σύμβασης χωρίς βάσιμο λόγο ή όταν ο βάσιμος λόγος δεν εγκρίνεται δικαστικά. Αυτό είναι κατά βάση το μοντέλο προστασίας σε κράτη όπου προβλέπεται αντικειμενικό σύστημα καταγγελίας. Ισχύει στην πλειονότητα των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, των οποίων η παράδοση στο δίκαιο της απόλυσης επηρέασε τη διατύπωση των εγγυήσεων και στο Χάρτη.
Επίσης, με τη νέα διάταξη ο εργοδότης φέρει πρωτογενώς το βάρος να επικαλεστεί τον λόγο και να τον αποδείξει. Οι αλλαγές αυτές εισήχθησαν ενώ το ελληνικό δίκαιο προστασίας από καταγγελία ήταν, ήδη, απολύτως συμβατό με τις επιταγές του ΑνΕΚΧ. Ίσως μάλιστα, ο συνδυασμός νομολογιακής και νομοθετικής προστασίας να το είχε καταστήσει και πληρέστερο από άποψη ουσιαστικής προστασίας.
Επιπλέον, με τη νέα διάταξη ανατρέπεται τελείως ο αρχικός σκοπός του νόμου για σύντομες αποσβεστικές προθεσμίες που εκδικάζονται κατά προτεραιότητα. Και αυτό γιατί οι προθεσμίες αναστέλλονται στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την κατάθεση αίτησης τού εργαζόμενου στην αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ μέχρι να συνταχθεί, σε πιθανότατα πολύ μακρινό χρόνο, το προβλεπόμενο πρακτικό. Όμως, γενικότερα και για πρακτικούς λόγους, οι διαφορές από την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας πρέπει να επιλύονται άμεσα λόγω ποικίλων ζητημάτων που συνδέονται με αυτές (οφειλή μισθών υπερημερίας κλπ.).
Η Ελλάδα πρέπει να συγκλίνει στους διεθνείς και ευρωπαϊκούς κανόνες και όχι να αποκλίνει συστηματικά από αυτούς. Η μεταρρύθμιση του δικαίου της απόλυσης στην Ελλάδα, αξιοποιώντας το γράμμα και το πνεύμα του άρθρ. 24 του ΑνΕΚΧ, και η απλοποίηση και κωδικοποίησή του, παραμένουν μια αναγκαία μεταρρύθμιση, για την απελευθέρωση των προσλήψεων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.