Αποσπάσματα από την παρέμβαση του Προέδρου του ΣΕΒ, κ. Θεόδωρου Φέσσα στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση, 12/6/2018
“Μπορεί να εφαρμοστεί ένα εθνικό σχέδιο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας;”
Η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Το θεσμικό περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο, αφού διαμορφώνει τους όρους ανταγωνισμού, την ασφάλεια και διευκόλυνση των συναλλαγών, την απονομή της δικαιοσύνης, το επίπεδο διαφθοράς, κ.ο.κ. Όλοι αυτοί οι παράγοντες καθιστούν μια χώρα ελκυστική ή όχι στους επενδυτές. Όσο πιο ευνοϊκοί είναι οι παράγοντες αυτοί, τόσο φιλικότερο προς την επιχειρηματικότητα είναι το περιβάλλον, και τόσο υψηλότερες θα είναι οι επενδύσεις. Διότι είναι οι επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων και συμβάλλουν στην ανταγωνιστικότητα τους…
… Η ανταγωνιστικότητα, λοιπόν, ενισχύεται όταν η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, δηλαδή η αύξηση των μισθών σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας υπολείπεται εκείνης των εμπορικών εταίρων, όταν εκφράζονται σε κοινό νόμισμα…
… Αυτό δεν σημαίνει πολιτική χαμηλών μισθών, αλλά μια ισορροπία μεταξύ μισθών και παραγωγικότητας. Παράδειγμα η Γερμανία που έχει υψηλούς μισθούς χωρίς να εμποδίζεται η εξαγωγική της κυριαρχία, ακριβώς γιατί διαθέτει και υψηλή παραγωγικότητα.
Συνεπώς, οι μισθολογικές αναπροσαρμογές είναι σκόπιμο να συμφωνούνται κυρίως σε επιχειρησιακό επίπεδο, διότι οι επιχειρήσεις γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλον το επίπεδο παραγωγικότητας τους. Τυχόν συλλογικές διαπραγματεύσεις σε κεντρικό επίπεδο απαιτούν μεγάλη ωριμότητα από τους κοινωνικούς εταίρους. Σε κάθε περίπτωση, στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, πρέπει να διασφαλίζεται διαχρονικά η μελλοντική κερδοφορία των επιχειρήσεων, για να μπορούν οι επιχειρήσεις να αυξάνουν το επίπεδο απασχόλησης, και να κάνουν επενδύσεις ώστε να βελτιώνεται η παραγωγικότητα και τα εισοδήματα των εργαζομένων…
Στην Ελλάδα η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο λόγω της ισχύουσας υποχρεωτικής μονομερούς διαιτησίας, που αντίκειται στις αρχές του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, όπου κάποιο σωματείο εργαζομένων «επιβάλλει» ουσιαστικά τις αξιώσεις του με τη συνδρομή της κρατικής εξουσίας, αλλά και λόγω του καθεστώτος επεκτασιμότητας και συρροής, που η κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να επαναφέρει μετά την εκπνοή των Μνημονίων, ανεξαρτήτως των αντοχών των επιμέρους επιχειρήσεων και της οικονομίας γενικότερα…
Στο πλαίσιο αυτό, η κρατική πολιτική μπορεί να ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων εστιάζοντας και στα δύο συστατικά του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Αφενός, δημιουργώντας στην αγορά εργασίας το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο μισθολογικών αναπροσαρμογών, και εργασιακών σχέσεων γενικότερα, που να μην οδηγούν σε απώλεια ανταγωνιστικότητας, και, αφετέρου, μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων…
… Και τα δύο αυτά συστατικά του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος δεν είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους, και ενσωματώνονται στην προσδοκώμενη κερδοφορία των επιχειρήσεων και συνεπώς στις αποφάσεις τους για επενδύσεις.