Χαιρετισμός του Προέδρου του ΣΕΒ, κ. Θεόδωρου Φέσσα, στο 28ο ετήσιο Συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου
Κυρίες και κύριοι καλημέρα σας,
Ευχαριστώ θερμά τη Διοίκηση του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου για την τιμητική πρόσκληση να ανοίξω τις εργασίες του φετινού συνεδρίου. Με τόσους εξέχοντες ομιλητές είμαι βέβαιος ότι θα ακούσουμε προτάσεις και παρεμβάσεις που θα μας απασχολήσουν έντονα το επόμενο διάστημα.
Κατ’ αρχήν ο ΣΕΒ χαιρετίζει με ικανοποίηση την τεχνική συμφωνία μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών για την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης. Θεωρούμε ότι έχει ανοίξει ο δρόμος για να ολοκληρωθεί έγκαιρα το 3ο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής και να ανοίξει η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους, καθώς και για το περιβάλλον που θα κινηθεί η Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Στον σύντομο χαιρετισμό μου θα επιχειρήσω να μεταφερθούμε νοερά στον Αύγουστο του 2018, οπότε και προβλέπεται να ολοκληρωθεί το τρέχον πρόγραμμα. Όλους πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά η επόμενη μέρα «μετά το Μνημόνιο». Οι προκλήσεις που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε τότε δεν είναι ούτε λίγες ούτε αμελητέες. Γιατί όποιος θεωρεί ότι τα τελευταία 8 χρόνια ήταν μια παρένθεση που κλείνοντάς την θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε αμέριμνοι σε όσα μας οδήγησαν στην κρίση, λέει ψέματα στον εαυτό του και στους άλλους.
«Πισωγύρισμα» σε ρυθμίσεις και πρακτικές του παρελθόντος είναι ένα σενάριο που πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα είναι σαν να μην έχουμε διδαχθεί τίποτα απολύτως από την πολυετή και επώδυνη περιπέτεια των αλλεπάλληλων μνημονίων.
Η όποια χαλάρωση της ξένης εποπτείας θα πρέπει να δώσει τη θέση της σε ένα φιλόδοξο και αποφασιστικό –ελληνικής ιδιοκτησίας- πρόγραμμα που θα συνεχίζει το έργο:
- της απλοποίησης του ρυθμιστικού περιβάλλοντος,
- του ανοίγματος των αγορών,
- της επιτάχυνσης των διοικητικών και δικαστικών λειτουργιών,
- της διαφάνειας και της λογοδοσίας που είναι αναγκαίοι παράγοντες για την προσέλκυση σοβαρών επενδύσεων
- και εν τέλει της αναγκαίας στροφής που πρέπει να κάνει η ελληνική οικονομία στους κλάδους των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών, που έχουν την μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία για όλους μας.
Κυρίες και κύριοι,
Η οικονομία μας σταθεροποιείται και βελτιώνεται. Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν συρρικνωθεί. Οι αγορές λειτουργούν αν και πλημμελώς, λόγω της ισχύος των κεφαλαιουχικών ελέγχων. Το θεσμικό πλαίσιο βελτιώνεται. Η ανάκαμψη, όμως, στηρίζεται περισσότερο σε εξωγενείς παράγοντες- όπως ο τουρισμός και η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Η εσωτερική ζήτηση παραμένει υποτονική. Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών κινείται ακόμη σε αρνητικό επίπεδο. Η οικονομία πάσχει από υποτονική ιδιωτική δαπάνη για κατανάλωση και επενδύσεις, η αποταμίευση παραμένει αρνητική και, βέβαια, οι δημόσιες επενδύσεις συνεχώς περικόπτονται.
Ο ρυθμός ανάκαμψης της οικονομίας είναι, έτσι, σε αναντιστοιχία με την τεράστια ώθηση που απαιτείται στις ιδιωτικές επενδύσεις. Επενδύσεις που να ενσωματώνουν το μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου σε εξωστρεφείς κατά κανόνα δραστηριότητες. Επενδύσεις που να οδηγούν σε ταχύτερη απορρόφηση της μεγάλης διαθρωτικής ανεργίας που πλήττει τη χώρα.
Η εδραίωση της εμπιστοσύνης είναι κρίσιμος παράγοντας για την επιστροφή καταθέσεων και την αξιοποίηση των ρευστών διαθεσίμων των επιχειρήσεων σε νέες επενδύσεις. Το πολιτικό μας σύστημα οφείλει να αφήσει στην άκρη τοξικές αντιπαραθέσεις που οδηγούν σε ακραία πόλωση και αποσταθεροποιούν την κλονισμένη οικονομία. Οι επιχειρήσεις χρειάζονται σταθερότητα και εστίαση όλων των πολιτικών δυνάμεων στην αταλάντευτη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Η επόμενη μέρα των μνημονίων θα απαιτήσει δύσκολες αποφάσεις και ευρύτερες συναινέσεις για όσα πρέπει ακόμη να γίνουν, ώστε κάποια στιγμή στη χώρα μας να εδραιωθεί μια σύγχρονη ευρωπαϊκή οικονομία.
Οι παθογένειες της Ελλάδας είναι γνωστές και αποδεκτές σχεδόν από όλους. Τί εμποδίζει την προσέλκυση πολλών και σημαντικών επενδύσεων, που θα αυξήσουν τα μεγέθη της οικονομίας, θα δώσουν δουλειές στους Έλληνες και έσοδα στα κρατικά ταμεία:
- Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην σταθερότητα και την σαφήνεια της λειτουργίας του κράτους και του νομοθετικού πλαισίου.
- Η ανασφάλεια δικαίου καθώς και η βραδύτητα στην απονομή δικαιοσύνης.
- Η υψηλή φορολογία εργασίας και επιχειρήσεων, που επιβαρύνουν την ανταγωνιστικότητα.
- Η έλλειψη ενός συνολικού σχεδίου ανάπτυξης της οικονομίας με κατάλληλες νομοθετικές και διαχειριστικές παρεμβάσεις.
Γι’ αυτό ενώ η χώρα προετοιμάζεται για την έξοδο στις αγορές με την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου, είναι χρήσιμο να θέσουμε στον εαυτό μας τις εξής ερωτήσεις που ζητούν επιτακτικά απαντήσεις:
Για να το θέσω πιο αναλυτικά:
- Έχει αναδιαρθρωθεί ο δημόσιος τομέας ώστε να παρέχει καλύτερες υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικής προστασίας με χαμηλότερο κόστος;
- Υλοποιούνται δημόσιες πολιτικές που αντιμετωπίζουν τις μελλοντικές επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού στις συντάξεις και τις δαπάνες υγείας, δεδομένης της σχεδόν ανύπαρκτης συνταξιοδοτικής αποταμίευσης;
- Μπορούν να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές χωρίς τον περιορισμό της παραοικονομίας που, σε ένα φαύλο κύκλο, διογκώνεται από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές;
- Μέχρι πότε θα συντηρούν οι φορολογούμενοι ελλειμματικές δημόσιες επιχειρήσεις, που η ιδιωτικοποίησή τους θα ωφελούσε σχεδόν τους πάντες;
Οι σωστές επιχειρήσεις έχουν και ικανοποιημένους εργαζόμενους. Πασχίζουν να δημιουργήσουν σταθερές συνθήκες απασχόλησης με καλούς μισθούς και προοπτικές εξέλιξης. Ας τους δώσει, λοιπόν, το κράτος την ευκαιρία!