Ομιλία του Γενικού Διευθυντή Άκη Σκέρτσου με θέμα: “Μεταρρυθμιστικό big bang για διπλασιασμό των παραγωγικών επενδύσεων και αναστροφή του Brain drain” στο Συνέδριο ICAP Human Capital Summit, 7/6/2018
Κυρίες και κύριοι καλησπέρα,
Αγαπητοί διοργανωτές του σημερινού Συνεδρίου σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Παρακαλώ δεχθείτε τα θερμά μου συγχαρητήρια για την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εκδήλωση.
Δυστυχώς η πολυετής κρίση και τα ιστορικώς πρωτοφανή προβλήματα που αντιμετώπισε η χώρα μας τα προηγούμενα χρόνια, δεν μας άφησαν να ασχοληθούμε στο βαθμό που απαιτείται με τον πολυτιμότερο πόρο της Ελληνικής οικονομίας αλλά και κάθε επιχείρησης.
Αναφέρομαι φυσικά στο ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας μας.
Αντιθέτως παραμελήσαμε τους ανθρώπους που εργάζονται στις επιχειρήσεις, τους υπερφορολογήσαμε, δεν στηρίξαμε μια μακροχρόνια μεταρρύθμιση στο εκπαιδευτικό σύστημα που θα το φέρει πιο κοντά στις ανάγκες της αγοράς εργασίας αλλά και στις νέες δεξιότητες που φέρνει μαζί της η 4η βιομηχανική επανάσταση.
Δημιουργήσαμε εν τέλει ένα εχθρικό περιβάλλον προς τη μισθωτή εργασία αλλά και την επιχειρηματικότητα εν γένει.
Ζούμε μια ετερογονία των σκοπών: παρότι οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται έχουν ως κεντρικό στόχο να κάνουν την Ελλάδα πιο φιλική στην επιχειρηματικότητα και την εργασία, αυτό μέχρι στιγμής δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Κι αυτό συμβαίνει διότι εξαρχής οι μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκαν «με το στανιό».
Και με βασικό κριτήριο την προστασία του κράτους και όχι του ιδιωτικού τομέα.
Εφαρμόστηκαν σαν μια μακρά λίστα από προαπαιτούμενα για να εκταμιεύονται δόσεις όχι όμως σαν εργαλεία για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας, τη διευκόλυνση των επενδύσεων, τη στήριξη του κόσμου της εργασίας.
Να το πούμε καθαρά: Η παραγωγική και θεσμική ανόρθωση της Ελλάδας θα επιτευχθεί όταν θέσουμε ως κεντρικό στόχο αυτό που ο ΣΕΒ περιγράφει ως όραμά του: να κάνουμε δηλαδή την Ελλάδα μια χώρα ελκυστική, που κάθε πολίτης του κόσμου θα θέλει όχι μόνο να επισκεφθεί για λίγο ως τουρίστας, αλλά πρωτίστως για να ζήσει, να εργαστεί και φυσικά να επενδύσει.
Ακούγεται ίσως απλοϊκό, σκεφθείτε όμως πόσο περίπλοκο είναι να πετύχουμε αυτόν τον στόχο και τι αλλαγές απαιτούνται σε προτεραιότητες, νοοτροπίες και πολιτικές που εφαρμόζονται.
Προς το παρόν μετράμε τους ανθρώπους που φεύγουν από τη χώρα μας. Και όχι το αντίστροφο.
Είτε γιατί δεν βρίσκουν δουλειά ανάλογη των προσόντων τους είτε γιατί δεν αντέχουν πια να εργάζονται σκληρά και το διαθέσιμο εισόδημα που τους απομένει να είναι αναντίστοιχο του αγώνα που δίνουν καθημερινά.
Τι συγκρατώ από τα ευρήματα της μελέτης που παρουσιάστηκε σήμερα;
- Το 75% των ανθρώπων που έφυγαν βρίσκονται μεταξύ 30-50 ετών. Στις πιο παραγωγικές ηλικίες δηλαδή.
- Το 61% διαθέτει μεταπτυχιακά και διδακτορικά. Συνεπώς χάνουμε ανθρώπους με υψηλά skills.
- Το 74% ειδικεύεται σε Θετικές Επιστήμες, Τεχνολογία, Μαθηματικά, Οικονομικά και Management δηλαδή σε γνωστικά πεδία απαραίτητα για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας.
- Το 44% δηλώνει ως αιτία φυγής την έλλειψη αξιοκρατίας και τη διαφθορά και το 36% την οικονομική κρίση και φυσικά την αναζήτηση καλύτερων προοπτικών εξέλιξης, εργασιακών συνθηκών, παροχών.
- Τι θα έκανε το 70% εξ αυτών να γυρίσει πίσω; Καλύτερες αποδοχές και χαμηλότερη φορολόγηση, ανταποδοτικές ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές παροχές, ένα περιβάλλον καλύτερων θεσμών και αξιοκρατίας.
Ο λόγος που εμείς στον ΣΕΒ πιστεύουμε οτι τέτοιες μελέτες είναι σημαντικές, έχει να κάνει με το γεγονός ότι μας δίνουν τη δυνατότητα τώρα που υποχωρεί σταδιακά η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια, να ασχοληθούμε λίγο πιο σοβαρά με έναν πιο μακρόπνοο σχεδιασμό.
Είναι επιβεβλημένο να αρχίσουμε να συζητάμε και να σχεδιάζουμε πολιτικές για τα μεγάλα προβλήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η χώρα μας στο κοντινό μέλλον.
Το δημογραφικό ζήτημα, όπως διογκώθηκε στα χρόνια της κρίσης, ανήκει σε αυτή την κατηγορία.
Ως πρόβλημα του μέλλοντος, φαίνεται ότι απασχολεί λίγο ή καθόλου τους πολιτικούς μας. Αποκτά όμως ολοένα πιο εκρηκτικές διαστάσεις σε μια οικονομία που βγαίνει βαθιά τραυματισμένη από την πολυετή ύφεση, την υψηλή ανεργία και τη μετανάστευση των νέων της στο εξωτερικό.
Ας δούμε αναλυτικότερα κάποια στοιχεία.
Σύμφωνα με αναλογιστικές μελέτες, το 2050 οι Έλληνες θα είμαστε 9 εκατ. περίπου, με έναν στους τρεις να είναι 65 ετών και άνω, εκ των οποίων μάλιστα 300.000 θα είναι άνω των 90 ετών!
Αυτό σημαίνει αυξημένες δαπάνες υγείας και συντάξεων που θα πρέπει να καταβάλλονται από όλο και λιγότερους εργαζόμενους.
Όπως είναι γνωστό το ασφαλιστικό μας σύστημα δεν επιτρέπει την κεφαλαιοποίηση εισφορών σε ατομικές μερίδες του κάθε εργαζόμενου, συνεπώς είναι απολύτως κρίσιμο οι εργαζόμενοι να υπερτερούν αριθμητικά των συνταξιούχων.
Ήδη, η δραματική ύφεση των τελευταίων χρόνων μας δίνει μια πρόγευση του τι μπορεί να ακολουθήσει. Σήμερα, όσοι δεν εργάζονται (μητέρες, παιδιά, συνταξιούχοι, άνεργοι), είναι περίπου 7 εκ. συμπολίτες μας, δηλαδή διπλάσιοι από αυτούς που εργάζονται.
Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα αν υπολογίσουμε ότι από τον πληθυσμό που εργάζεται, 800 χιλ. μισθοδοτούνται από το κράτος, ενώ οι μισθωτοί στον ιδιωτικό τομέα είναι μόλις 1,6 εκ. και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αγρότες κλπ. 1,3 εκ.
Συνολικά, λιγότερο από το 1/3 του πληθυσμού, μόλις 2,9 εκ. εργαζόμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες του ιδιωτικού τομέα καλούνται να συντηρήσουν με τους φόρους τους έναν πληθυσμό 10,8 εκ. πολιτών!
Την ίδια ώρα ένα δυναμικό κομμάτι του ενεργού πληθυσμού, με αυξημένα τυπικά προσόντα και εργασιακή εμπειρία εγκαταλείπει τη χώρα μας, είτε λόγω της ανεργίας, είτε λόγω της υπερφορολόγησης της εργασίας, που αφήνει ελάχιστο διαθέσιμο εισόδημα στην τσέπη.
Η αιμορραγία αυτή έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, που βλέπουν καλά στελέχη τους ή μελλοντικούς εργαζόμενους να φεύγουν στο εξωτερικό, όσο και στα φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα.
Η εξίσωση απλά δε βγαίνει όσο συνεχίζουμε να έχουμε αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης και συντηρούμε ένα εχθρικό περιβάλλον προς τους νέους, και τις επιχειρήσεις με αναξιοκρατία, κακούς θεσμούς, αναποτελεσματική παιδεία και υψηλούς φόρους στην παραγωγή και την εργασία.
Κινδυνεύουμε να γίνουμε σταδιακά μια χώρα γερόντων, χωρίς οικονομικό δυναμισμό.
Γι’ αυτό χρειαζόμαστε άμεσα πρωτοβουλίες για μαζικές επενδύσεις που θα δημιουργήσουν πολλές νέες δουλειές αλλά και τις προϋποθέσεις για βελτίωση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας και επιστροφή άξιων νέων Ελλήνων από το εξωτερικό.
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να διώχνουμε σοβαρές επενδύσεις, είτε λόγω της ανικανότητας του ελληνικού κράτους να τις διαχειριστεί, είτε λόγω ιδεοληψιών και αγκυλώσεων του περασμένου ή και προ-περασμένου αιώνα.
Στην εθνική προσπάθεια ανάπτυξης της οικονομίας και αύξησης της απασχόλησης, λίγη συζήτηση γίνεται δυστυχώς για το είδος και το ύψος των επενδύσεων που χρειάζεται να γίνουν στην οικονομία τα επόμενα χρόνια.
Ακόμη λιγότερη, δε, για τις κατάλληλες πολιτικές ενθάρρυνσης των παραγωγικών επενδύσεων που θα οδηγήσουν στην αναγκαία αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος προς μια οικονομία της παραγωγής και των εξαγωγών.
Η τεράστια αποεπένδυση που αφήνει πίσω της η κρίση απαιτεί και μια τεράστια προσπάθεια για την αποκατάσταση του επενδυτικού κενού που μας χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη, το οποίο υπολογίζεται στα 100 δις ευρώ.
Δυστυχώς, παρά τις καλύτερες επιδόσεις της οικονομίας, και το 2017 οι συνολικές ακαθάριστες επενδύσεις παρέμειναν αρνητικές.
Δηλαδή οι αποσβέσεις ήταν περισσότερες από τις καθαρές νέες επενδύσεις.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν δημιουργείται νέος κεφαλαιουχικός εξοπλισμός στην οικονομία και άρα δεν βελτιώνεται η παραγωγικότητά της.
Κύριο ρόλο σε μια τέτοια συζήτηση παίζουν η ποσότητα αλλά και η ποιότητα των ιδιωτικών κερδοφόρων επενδύσεων.
Διότι ναι μεν το μερίδιο των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν στο υψηλό 26% πριν την κρίση (έναντι 13% σήμερα), η συντριπτική όμως πλειονότητά τους κατευθυνόταν στους διεθνώς μη εμπορεύσιμους κλάδους της οικονομίας υποστηρίζοντας ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα εισαγωγών, αποβιομηχάνισης και κατανάλωσης.
Είναι συνεπώς βασικό ζητούμενο να βρεθεί ένα νέο σημείο ισορροπίας στην Ελληνική οικονομία ως προς το μέγεθος και το μείγμα των ιδιωτικών επενδύσεων, ώστε με τις κατάλληλες μεταρρυθμιστικές πολιτικές να αξιοποιήσουμε την έξοδό μας από τα μνημόνια και τη διεθνή κινητικότητα των επενδυτικών κεφαλαίων προς όφελος της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας αλλά και τον επαναπατρισμό των άξιων Ελλήνων και Ελληνίδων που άφησαν τη χώρα τα τελευταία χρόνια.
Ταυτόχρονα οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε άλλη μια πρόκληση: η Ελλάδα παρά τις πολλές μεταρρυθμίσεις που έχει πραγματοποιήσει τα προηγούμενα χρόνια δεν αποτελεί ακόμη ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.
Αυτό επιβεβαιώνεται από πλείστες όσες μελέτες.
Πρέπει λοιπόν να περάσουμε από την απλή νομοθέτηση στην περίφημη «ιδιοκτησία» των μεταρρυθμίσεων και εν τέλει στην υλοποίησή τους.
Μετά από μια 10ετία ισχνών αγελάδων, και με τη δυναμική που αναπτύσσεται στην οικονομία μας, ο ΣΕΒ υποστηρίζει ένα δυναμικό σενάριο διπλασιασμού των παραγωγικών επενδύσεων, με ετήσιο ρυθμό αύξησης επενδύσεων 15%, από €22,5 δισ. το 2017 σε €45 δισ. περίπου το 2022, ή στο 20% του ΑΕΠ, που είναι σήμερα ο μέσος όρος των επενδύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο στόχος αυτός φυσικά αποτελεί ευχή αν παραμείνουμε στο business as usual.
Mπορεί να επιτευχθεί μόνο αν η Ελληνική Πολιτεία επιλέξει ένα μεταρρυθμιστικό big bang εφαρμόζοντας μεταρρυθμίσεις που θα μας ξεχωρίσουν από τον διεθνή επενδυτικό ανταγωνισμό.
Τέτοιες μεταρρυθμίσεις είναι
- Μείωση των ασφαλιστικών φορών εργαζομένων και εργοδοτών κατά 8 μονάδες
- Ηλεκτρονική διακυβέρνηση και ηλεκτρονικές συναλλαγές παντού
- Αποκρατικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και άνοιγμα στον ανταγωνισμό
- Ενοποίηση αδειοδοτήσεων σε ένα σημείο και μία άδεια
- Δραστική απλοποίηση της νομοθεσίας και μείωση βαρών με κατάργηση 2 νόμων για κάθε καινούριο νόμο που εισάγεται και επιβαρύνει την επιχειρηματικότητα ή την εργασία
- Ειδικά κίνητρα στη φορολογία εισοδήματος για επαναπατρισμό ανθρώπινου κεφαλαίου σε δραστηριότητες καινοτομίας (πχ Εφαρμογή σταθερή φορολογικής κλίμακας 15% για 10 χρόνια, για το προσωπικό εισόδημα εκπατρισμένου ανθρώπινου δυναμικού που επανεγκαθίσταται στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια φορολογικής κατοικίας στο εξωτερικό)
Ας σκεφτούμε τι αντίκτυπο θα είχε στην πληγή του brain drain μια τέτοια ατζέντα πολιτικών που με τη σειρά της θα επέφερε επιτάχυνση στην αποκατάσταση της οικονομικής δραστηριότητας.
Μπορούμε και πρέπει να γίνουμε πιο φιλόδοξοι. Η χώρα μας μπορεί μέσα σε μια επταετία να έχει υπερδιπλασιάσει τις επιχειρηματικές επενδύσεις και να έχει διαμορφώσει μια πιο ισορροπημένη οικονομία με το σωστό μίγμα επενδύσεων, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη έμφαση σε διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους της οικονομίας.
Αν δεν κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση και επιλέξουμε τη παλινδρόμηση στις πολιτικές και τις πρακτικές του παρελθόντος, η χώρα θα λιμνάζει σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αποεπένδυσης και μειωμένης παραγωγικότητας για χρόνια.
Είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης για όλους μας, πολιτικά κόμματα και κοινωνικούς εταίρους, να προβληματιστούμε γύρω από 3 άξονες αναγκαίων πρωτοβουλιών για:
(α) τον επαναπατρισμό Ελλήνων της Διασποράς και την υποδοχή μεταναστών με εξειδικευμένες δεξιότητες,
(β) τη στήριξη της ελληνικής οικογένειας και την αύξηση του ρυθμού των γεννήσεων και
(γ) την ενεργό γήρανση.
Θα πρέπει να γίνει εθνικός στόχος μέσα από ένα πλέγμα πολιτικών πρωτοβουλιών ο πληθυσμός της χώρας να αυξηθεί σημαντικά μέχρι το 2030 ώστε να αναστραφεί υπέρ των νέων η κατανομή του πληθυσμού.
Όταν αντιληφθούμε τη συνθετότητα αυτών των προβλημάτων, τις αιτίες που τα παράγουν, αλλά και τις εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες που μπορεί να έχουν για το μέλλον της χώρας μας όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και στο γεωπολιτικό πεδίο, τότε μόνο θα κατανοήσουμε πόσο σημαντική είναι η δημιουργία ενός πραγματικά φιλοεπενδυτικού περιβάλλοντος για την εθνική μας επιβίωση.
Σας ευχαριστώ πολύ