Ομιλία του Προέδρου ΣΕΒ, κ. Θεόδωρου Φέσσα στο 30ο ετήσιο Συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου, 3/12/2019
Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στην αρχή ενός ενάρετου κύκλου. Η κυβέρνηση, όπως δείχνουν τα πρώτα δείγματα γραφής, επιδιώκει να οδηγήσει τη χώρα στην οικονομική ανόρθωση, διαφυλάσσοντας την κοινωνική ειρήνη και συνοχή.
Ως βασικός στόχος έχει τεθεί η επανεκκίνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας με τη μείωση της υπερφορολόγησης της εργασίας και των επιχειρήσεων. Αυτό, σε συνδυασμό με την άρση των εμποδίων και των στρεβλώσεων στο επιχειρείν, μπορεί να οδηγήσει σε ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων και σε αύξηση της παραγωγικότητας.
Η οικονομία μας ισχυροποιείται. Οι προσδοκίες των επιχειρήσεων για την ανόρθωση της οικονομίας, αλλά και για τις δικές τους προοπτικές, είναι στα ύψη.
Η καταναλωτική εμπιστοσύνη έχει επανέλθει στα υψηλά επίπεδα του 2000, όταν η χώρα αποκτούσε το Ευρώ. Οι μισθοί και η απασχόληση κινούνται σε θετικό επίπεδο. Η ιδιωτική κατανάλωση, όμως, παραμένει υποτονική, καθώς τα νοικοκυριά επιχειρούν να διακανονίσουν τα συσσωρευμένα χρέη τους, αυξάνοντας την αποταμίευση τους, που παραμένει, όμως, αρνητική.
Οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό, σε τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, και σε προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας κινούνται σε ανοδικό επίπεδο, ενώ το ίδιο συμβαίνει και στις κατασκευές κατοικιών από πολύ χαμηλή βάση. Οι επενδύσεις, όμως, δεν έχουν αποκτήσει ακόμη την κρίσιμη μάζα για την απογείωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (μεταποίηση και τουρισμός δηλαδή) βρίσκονται, επίσης, σε σταθερή δυναμική πορεία, παρά την αποκλιμάκωση, λόγω της διεθνούς αρνητικής συγκυρίας, που επέφεραν οι διεθνείς εμπορικοί ανταγωνισμοί, αλλά και άλλες γεωπολιτικές και οικονομικές αβεβαιότητες.
Η χώρα μας προσφέρει ευκαιρίες για βιομηχανικές επενδύσεις σε εξορυκτικές δραστηριότητες, την ενέργεια, το νερό, τα βασικά μέταλλα, τα τρόφιμα, τα χημικά όπως φαρμακευτικά προϊόντα και πλαστικά, καθώς και σε πιο παραδοσιακούς κλάδους, όπως ο τουρισμός, το λιανικό εμπόριο, η εφοδιαστική αλυσίδα και οι κατασκευές.
Υπάρχουν επίσης επενδυτικές ευκαιρίες στις υποδομές που συνδέονται με ιδιωτικοποιήσεις και παραχωρήσεις εκμετάλλευσης, σε δρόμους, σιδηροδρόμους, λιμάνια, αεροδρόμια αεροπλάνων και υδροπλάνων, και, τέλος, σε δίκτυα τηλεπικοινωνιών όπως ίντερνετ υψηλών ταχυτήτων, 5G, κλπ., αλλά και σε επιχειρηματικές πρωτοβουλίες σε τεχνολογίες αιχμής στην πληροφορική και τις επικοινωνίες, καθώς και στους κλάδους της μεταποίησης υψηλής ακρίβειας και των ηλεκτρονικών.
Η Ελλάδα προσφέρει, επίσης, σημαντικά κίνητρα για στρατηγικές μεγάλες επενδύσεις. Οι ετήσιες καθαρές εισροές ξένων κεφαλαίων έχουν διπλασιασθεί τα τελευταία χρόνια, ανερχόμενες σε €4 δισ. περίπου, επίπεδο, όμως που είναι σχετικά χαμηλό, αντιπροσωπεύοντας το 2% του ΑΕΠ περίπου.
Το μεγαλύτερο μέρος των ξένων επενδύσεων συγκεντρώνεται προς το παρόν στις υπηρεσίες, κυρίως στον τουρισμό, τις χρηματοοικονομικές επενδύσεις, την εξαγορά υπερχρεωμένων επιχειρήσεων για αναδιάρθρωση, και επενδύσεις στην κτηματαγορά και τις κατοικίες ιδιαίτερα.
Αυτό που είναι ζητούμενο για τη χώρα μας είναι να γίνουν επενδύσεις σε νέα στοιχεία ενεργητικού μέσω εγκατάστασης νέων επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Και είναι ιδιαίτερα θετικό ότι η κυβέρνηση είναι προσανατολισμένη προς αυτή την κατεύθυνση.
Έτσι, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιταχυνθεί προς το τέλος του 2020, ακόμη και στο 3%, εάν βεβαίως, συνεχισθεί με αυξημένη ένταση ο ενάρετος κύκλος διαρθρωτικών παρεμβάσεων που οδηγούν σε επενδύσεις και αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, που επιτρέπει περαιτέρω μείωση του φορολογικού βάρους της εργασίας και των επιχειρήσεων, για ακόμη υψηλότερες επενδύσεις, κ.ο.κ.
Στο σημείο αυτό, θέλω να μοιρασθώ μαζί σας ορισμένους προβληματισμούς για το μέλλον.
Οι επενδύσεις βρίσκονται σήμερα στο ναδίρ. Η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων στο ΑΕΠ, όχι μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά – με ελάχιστες εξαιρέσεις – και στον κόσμο ολόκληρο.
Το κατά κεφαλήν εισόδημα της χώρας είναι σήμερα όσο ήταν 20 χρόνια πριν.
Λόγω της φυσικής μείωσης και της προϊούσας γήρανσης του πληθυσμού, το εργατικό δυναμικό θα μειωθεί κατά το 1/3 τα επόμενα 40 χρόνια, περίπου κατά 1% το χρόνο, τρεις φορές ταχύτερα απ’ ότι οι άλλες χώρες στην Ευρωζώνη.
Αυτός θα είναι και ο μακροχρόνιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή -1% το χρόνο, εάν δεν αυξηθεί η παραγωγικότητα.
Σήμερα εργάζεται μόνο το 55% του πληθυσμού και το 45% των γυναικών, όταν στις χώρες του ΟΟΣΑ το ποσοστό αυτό προσεγγίζει το 70%, με το 60% των γυναικών να εργάζεται.
Βεβαίως, η αύξηση της απασχόλησης δεν είναι εύκολη όταν το 70% των ανέργων είναι μακροχρόνια άνεργοι, η ανεργία στους νέους 15-24 ετών είναι στο 40%, και η ανεργία στις γυναίκες στο 25%, με τις δεξιότητες τους να υποαξιοποιούνται και να απαξιώνονται και η μελλοντική τους απασχολησιμότητα να τίθεται σε κίνδυνο.
Χωρίς μαζικές επενδύσεις και αντίστοιχο άνοιγμα νέων θέσεων εργασίας, η κατάσταση αυτή είναι δύσκολο να αλλάξει. Απαιτείται προς τούτο μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια αυξημένης έντασης και συνέχειας.
Και δεν είναι μόνο τα δημογραφικά που προκαλούν ανησυχία. Η αύξηση της παραγωγικότητας πλέον περνάει μέσα από την υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών που φέρνει η 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Οι αυτοματισμοί που έρχονται δυνητικά θα απαιτήσουν την επανεκπαίδευση και επανακατάρτιση του 48% του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα, δηλαδή 1,8 εκατ. εργαζομένων, αν βεβαίως, πραγματοποιηθεί επιτυχής μετάβαση στο νέο παραγωγικό πρότυπο. Εάν, λοιπόν, στην πατρίδα μας δεν δώσουμε τη σημασία που πρέπει, και που αρμόζει στο μέγεθος του προβλήματος, θα είναι αδύνατον να διατηρήσουμε, εάν όχι να αυξήσουμε, το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού.
Επενδύσεις και εκπαίδευση/κατάρτιση του πληθυσμού είναι οι νέοι εθνικοί στόχοι, που θα κρίνουν και το μέλλον αυτής της χώρας. Πρόθεσή μου δεν είναι να φοβίσω κανέναν αλλά δυστυχώς αυτά είναι τα δεδομένα. Το ζητούμενο είναι να ανασκουμπωθούμε σαν χώρα και σαν λαός, και να υιοθετήσουμε πολιτικές προόδου και ευημερίας, και όχι οικονομικής και κοινωνικής στασιμότητας.
Ο ΣΕΒ – και οι επιχειρήσεις που εκπροσωπεί – θεωρεί ότι χωρίς ικανοποιημένους εργαζόμενους, που απασχολούνται με σταθερές συνθήκες, καλούς μισθούς και προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης δεν πρόκειται να πετύχουμε. Οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις πρέπει να καρπούνται τους κόπους των προσπαθειών τους στην παραγωγική διαδικασία.
Ας τους δώσουμε, λοιπόν, την ευκαιρία! Σε μια Ελλάδα που διευκολύνει τις επιχειρήσεις να δημιουργήσουν δουλειές στη χώρα μας. Σε μια Ελλάδα που προσφέρει ευκαιρίες επαγγελματικής αποκατάστασης και δεν σπρώχνει τους εργαζομένους να αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό.
Σε μια Ελλάδα που επενδύει και που δημιουργεί δουλειές!
Σε μια Ελλάδα που εκπαιδεύει τα νέα παιδιά και τους εργαζόμενους στις δεξιότητες του μέλλοντος!
Για μια Ελλάδα τεχνολογικά προηγμένη, οικονομικά αυτοδύναμη, και κοινωνικά συνεκτική, διότι μόνο μια τέτοια Ελλάδα μπορεί να είναι και πολιτικά σταθερή και ασφαλής!
Για μια Ελλάδα που ο κάθε πολίτης του κόσμου θα θέλει να επισκεφθεί, να εργασθεί και να επενδύσει σ’ αυτήν!