Σήμερα τα «κόκκινα δάνεια» αγγίζουν τα €100 δισ. και τα μεγάλα και μικρά λουκέτα συνεχίζουν να απειλούν την αγορά. Σύμφωνα με έρευνα του ΣΕΒ τα 2/3 των επιχειρήσεων της χώρας βρίσκονται σε ζώνη οριακής επιβίωσης και το 1/4 των επιχειρήσεων σε σοβαρό κίνδυνο. Την ίδια ώρα οι Έλληνες φοβούνται την επιχειρηματική αποτυχία περισσότερο από κάθε άλλον λαό στην Ευρώπη καθώς το στίγμα της συνοδεύει τον επιχειρηματία μετά από μια χρεοκοπία. Το κουβάρι των αστικών και ποινικών ευθυνών που συνδέονται ακόμη και με την άδολη πτώχευση, συμβάλλει καθοριστικά ώστε ελάχιστοι στη χώρα μας να τολμούν να εμπλακούν στην αναδιάρθρωση επιχειρήσεων, ακόμα και όταν υπάρχει η προοπτική διάσωσης μεγάλης αξίας και πολλών θέσεων εργασίας. Άλλωστε, κατά την Παγκόσμια Τράπεζα, η Ελλάδα έχει από τις πλέον πολύπλοκες και αργές πτωχευτικές διαδικασίες που συμβάλλουν καθοριστικά στην καταστροφή επιχειρηματικής αξίας. Σε αυτό το περιβάλλον, οι πτωχεύσεις το 2015 άγγιξαν μετά βίας τις 200.
Έτσι, η χώρα ενώ αγωνίζεται να βγει από την πολυετή ύφεση δε διαθέτει σήμερα κάτι που χρειάζεται επειγόντως: Ένα πλαίσιο που να προσφέρει γρήγορες και αποτελεσματικές διαδικασίες εξυγίανσης που να διασώζουν επιχειρηματική αξία και θέσεις εργασίας. Ένα πλαίσιο που να επιτρέπει στην περίπτωση έντιμης επιχειρηματικής αποτυχίας μια γρήγορη επανένταξη στην παραγωγική οικονομία περιουσιακών στοιχείων και φυσικών προσώπων. Έτσι, η κληρονομιά που αφήνει πίσω της η κρίση παραμένει ως εμπόδιο και η οικονομία στερείται του δυναμισμού που χρειάζεται για να υπάρξει μια ισχυρή ανάκαμψη. Επιπλέον, γνωρίζοντας αυτές τις δυσλειτουργίες, λίγοι τολμούν την ίδρυση νέων επιχειρήσεων, ειδικά όταν αυτές είναι καινοτόμες και συνεπώς έχουν σημαντικά αυξημένο ρίσκο αποτυχίας.
Η αναντιστοιχία αυτή παραμένει παρόλο που τα τελευταία 12 χρόνια έχουν γίνει πάνω από 40 σχετικές νομοθετικές παρεμβάσεις και παρόλο που κάποιες από αυτές έχουν πράγματι συμβάλλει στη βελτίωση του σχετικού πλαισίου. Στις θετικές παρεμβάσεις συμπεριλαμβάνονται η εκλογίκευση των νομικών κινδύνων που αντιμετωπίζουν στελέχη τραπεζών που διαγράφουν οφειλές, η δυνατότητα υποβολής σε δικαστήριο συναινετικής συμφωνίας εξυγίανσης καθώς και το πλαίσιο ειδικής διαχείρισης.
Εξακολουθούν όμως να υπάρχουν αδυναμίες, η απομάκρυνση των οποίων μπορεί να γίνει με προσεκτικά ζυγισμένες παρεμβάσεις όπως:
- Απομάκρυνση σημαντικών φορολογικών εμποδίων. Θα πρέπει όταν διαγράφεται μια απαίτηση από προμηθευτή, να του επιστρέφεται ο ΦΠΑ και ο φόρος εισοδήματος που αναλογεί, οι ζημιές από τις διαγραφές να συμψηφίζονται με μελλοντικά κέρδη για τουλάχιστον 10 χρόνια και ο οφειλέτης να μη φορολογείται για το διαγραφόμενο ποσό.
- Συμμετοχή του κράτους με διαγραφές κεφαλαίου σε όλες τις διαδικασίες πτώχευσης. Το κράτος έχει υποσχεθεί να συμμετέχει με διαγραφές κεφαλαίου σε μια μόνο διαδικασία, του λεγόμενου «εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων». Θα έπρεπε να έχει την ίδια στάση και σε όλες τις συμφωνίες εξυγίανσης.
- Εξορθολογισμός της αλληλέγγυας ευθύνης. Το κράτος θα πρέπει να θεωρεί διοικητές επιχειρήσεων αλληλέγγυα υπόχρεους μόνο όταν αποδεικνύεται δόλος και να μην αναζητά αδιάκριτα ποινικές ευθύνες.
- Κατοχύρωση πραγματικής «δεύτερης ευκαιρίας» στην άδολη πτώχευση. Θα πρέπει στη χώρα μας να θεσπιστεί μια αυτόματη και πραγματική δεύτερη ευκαιρία όσο δεν υπάρχει αποδεδειγμένος δόλος. Για να γίνει αυτό θα πρέπει η απαλλαγή από χρέη να είναι πράγματι αυτόματη, να αφορά και χρέη προς το δημόσιο καθώς και διοικητές επιχειρήσεων και να μην θέτει σοβαρούς περιορισμούς άσκησης οικονομικής δραστηριότητας στο μέλλον.
Την ίδια ώρα, όταν παρόλα αυτά μια επιχείρηση καταλήγει στην πτώχευση, ο σύνδικος πτώχευσης θα πρέπει να αποκτήσει ταυτόχρονα την εμπιστοσύνη των πιστωτών και την ελευθερία να σώσει γρήγορα αξία και θέσεις εργασίας ακολουθώντας το πρότυπο του ειδικού διαχειριστή.
Ο κρατικός προϋπολογισμός θα είναι διπλά κερδισμένος από μια τέτοια προσέγγιση. Πρώτον, διότι θα μπορέσει να εισπράξει ποσά από επιχειρήσεις που διαφορετικά δεν θα έχουν μέλλον, και συνεπώς δεν θα έχουν φορολογητέα εισοδήματα, ούτε οι ίδιες ούτε οι εργαζόμενοι και προμηθευτές τους. Και δεύτερον, διότι θα υποβοηθηθεί η ανάκαμψη, η επιστροφή σε γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης και κατά προέκταση η αύξηση της φορολογητέας ύλης.